29 Οκτ 2009
Λουκά ιστ΄19-31
Κυριακή Ε’ Λουκά, 1η Νοεμβρίου 2009 Κοσμά & Δαμιανού Αναργ. & Θεοδότης μητρός αυτών
Λουκ. ιστ’ 19-31 | |
19 Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωυσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωυσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται. | 19 Κάποτε ὑπῆρχε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐφοροῦσε πορφύραν καὶ λινὰ ἐνδύματα καὶ ἐζοῦσε καθημερινῶς μέσα σὲ μεγάλην πολυτέλειαν. 20 Κοντὰ εἰς τὴν πύλην του ἦτο ξαπλωμένος ἕνας πτωχός, ὀνομαζόμενος Λάζαρος, γεμᾶτος πληγές, 21 ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀκόμη καὶ τὰ σκυλιὰ ἐσυνείθιζαν νὰ ἔρχωνται καὶ νὰ γλύφουν τὶς πληγές του. 22 Συνέβη δὲ νὰ πεθάνῃ ὁ πτωχὸς καὶ νὰ φερθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ. Ἐπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 Εἰς τὸν ᾅδην, ὅπου ἐβασανίζετο, ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρον εἰς τοὺς κόλπους του. 24 Καὶ ἐφώναξε καὶ εἶπε, «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρον νὰ βουτήξῃ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του σὲ νερὸ καὶ νὰ δροσίσῃ τὴν γλῶσσα μου, διότι ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτὴν τὴν φλόγα». 25 Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ εἶπε, «Παιδί μου, θυμίσου ὅτι σὺ ἀπήλαυσες τὰ ἀγαθά σου σου εἰς τὴν ζωήν σου ὅπως καὶ ὁ Λάζαρος τὰ κακά· τώρα ὅμως αὐτὸς ἐδῶ παρηγορεῖται καὶ σὺ ὑποφέρεις. 26 Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει μεταξύ μας ἕνα μεγάλο χάσμα ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ περάσουν ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπ’ ἐδῶ σ’ ἐσᾶς, οὔτε καὶ ἀπ’ ἐκεῖ σ’ ἐμᾶς». 27 Τότε εἶπε, «Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πατέρα, νὰ τὸν στείλῃς στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, 28 διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς, νὰ τοὺς νουθετήσῃ, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν τῶν βασάνων». 29 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ, «Ἔχουν τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, ἂς τοὺς ἀκούσουν». 30 Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάη σ’ αὐτούς, θὰ μετανοήσουν». 31 Ἀλλ’ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ἀπήντησε, «Ἐὰν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, δὲν θὰ πεισθοῦν καὶ ἂν ἀκόμη ἀναστηθῇ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς». |
| |
25 Οκτ 2009
Κυριακή ΣΤ’ Λουκά
Κυριακή ΣΤ’ Λουκά, 25 Οκτωβρίου 2009
|
26 Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας.
|
|
Η διάκριση μεταξύ ψυχασθενούς και δαιμονιζομένου Απόσπασμα από το έντυπο «Ορθοδοξία και αίρεσις» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τεύχ. 63, Ιουλ. – Αυγ. 2009 |
Επειδή τα συμπτώματα του δαιμονιζομένου μοιάζουν πολύ με αυτά του ψυχασθενούς, η διάκριση των δύο καταστάσεων είναι εξαιρετικά δύσκολη για όσους δεν διαθέτουν Ορθόδοξα κριτήρια και θεωρούν συνήθως όλες αυτές τις περιπτώσεις ως περιπτώσεις ψυχασθενείας. Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, που χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης. Η αντιμετώπιση του ψυχασθενούς ανήκει στην αρμοδιότητα της ψυχιατρικής επιστήμης και του ψυχιάτρου, ενώ η αντιμετώπιση του δαιμονιζομένου ανήκει στην αρμοδιότητα της Εκκλησίας και του κατάλληλου Πνευματικού (Εξομολόγου).
Σε γενικές γραμμές το κριτήριο με το οποίο εντοπίζει τη νόσο η ψυχιατρική επιστήμη είναι το εξής: ό,τι παρεκκλίνει από τον μέσο όρο της ανθρώπινης συμεριφοράς, θωρείται ψυχοπαθολογική κατάσταση, δηλ. νόσος, που χρήζει θεραπείας μέσω των μεθόδων της ψυχιατρικής. Μ’ αυτό το κριτήριο, όμως, ψυχασθενής θα θεωρηθεί και ο Άγιος της Εκκλησίας, γιατί ο τρόπος ζωής του δεν μοιάζει καθόλου με τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς του μέσου ανθρώπου (δεν είναι π.χ. εντελώς «παράλογη» η στάση των αγίων Μαρτύρων μπροστά στο μαρτύριο, αν κριθεί με τα κριτήρια της λογικής και της επιστήμης;). Εφαρμόζοντας, λοιπόν, το παραπάνω κριτήριο στην περίπτωση των δαιμονιζομένων, η ψυχιατρική εντοπίζει μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, δηλ. μια ψυχική νόσο. Η ψυχιατρική δεν μπορεί να ανακαλύψει την έσχατη αιτία αυτής της συμπεριφοράς, γιατί η ύπαρξη του διαβόλου δεν αποδεικνύεται επιστημονικά. Τα όριά της φτάνουν μέχρι αυτού του σημείου, αφού ο διάβολος βρίσκεται έξω από το πεδίο της επιστήμης. Η ψυχιατρική επιστήμη, λοιπόν, δεν μπορεί (ως επιστήμη) να αναχθεί στη διάκριση μεταξύ ψυχασθενούς και δαιμονιζομένου. Το πολύ πολύ μπορεί να ομιλεί για περιπτώσεις που δεν έχουν ακόμη ερμηνευθεί επιστημονικά η που δεν γνωρίζουμε την αιτία τους. Τα παραπάνω, όμως, σημαίνουν ότι η ψυχιατρική λειτουργεί με μια ελλιπή και αποσπασματική εικόνα της πραγματικότητος, η οποία την απομακρύνει από την αλήθεια και την καθιστά μέθοδο επιζήμια σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. όταν επιχειρεί να «θεραπεύσει» περιπτώσεις δαιμονιζομένων, θεωρώντας τες ως περιπτώσεις ψυχασθενών και ως φυσικό αντικείμενό της).
|
|
Ας δούμε, όμως, τα χαρακτηριστικά των σχετικών ευαγγελικών διηγήσεων, συμπληρωμένα με κάποια άλλα, γνωστά από την Ορθόδοξη Παράδοση: α) Ο δαιμονισμός κατά κανόνα δεν είναι μόνιμη και ενιαία κατάσταση, αλλά προσωρινή και κατά διαστήματα κατάληψη από δαιμονικό πνεύμα, μετά την οποία ο δαιμονιζόμενος συμπεριφέρεται εντελώς φυσιολογικά: «όπου αν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού, και ξηραίνεται» (Μαρκ. 9,18). Ο ψυχασθενής έχει ενδεχομένως παρόμοιες εξάρσεις, όμως δεν επανέρχεται τόσο εύκολα στη φυσιολογική κατάσταση, παρά μόνο με τη βοήθεια φαρμάκων. Αλλά και τότε η συμπεριφορά του συνήθως δεν είναι εντελώς φυσιολογική. Ίσως κάποιος θα αντέτεινε ότι και ο επιληπτικός επανέρχεται εύκολα στη φυσιολογική κατάσταση. Όμως, τα υπόλοιπα συμπτώματα του δαιμονιζομένου, όπως θα δούμε, δεν μοιάζουν καθόλου με αυτά του επιληπτικού. β) «Ιδών αυτόν (τον Ιησούν) ευθέως το πνεύμα εσπάραξεν αυτόν (τον δαιμονιζόμενον), και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων» (Μαρκ. 9,20). Οι δαιμονιζόμενοι των Ευαγγελίων ενοχλούντο από την παρουσία του Χριστού. Το δαιμονικό πνεύμα γενικά ενοχλείται όταν πλησιάζουν ιερά πράγματα. Και οι δαιμονιζόμενοι ταράζονται κυριολεκτικά όταν πλησιάζουν αντικείμενα, όπως ο τίμιος Σταυρός, οι ιερές εικόνες, τα άγια λείψανα, ο αγιασμός, όταν πλησιάζουν Ιερείς, όταν τους σταυρώνουν Ιερείς η ακόμη και λαϊκοί. Οι ψυχασθενείς, αντίθετα, δεν ενοχλούνται από ιερά αντικείμενα. Ο π. Παίσιος, αγιασμένος Γέροντας της εποχής μας, χρησιμοποιούσε το εξής «τέχνασμα» σε παιδιά, που οι γονείς τους έλεγαν ότι πάσχουν από δαιμόνια: κρατούσε στο ένα του χέρι, έτσι ώστε να μην φαίνεται, μικρό τεμάχιο ιερού λειψάνου. Όταν το πλησίαζε στο παιδί, εκείνο, αν είχε τέτοιο πρόβλημα, αντιδρούσε και φώναζε, όταν όμως πλησίαζε το άλλο χέρι, που δεν κρατούσε τίποτε, δεν εκδήλωνε καμία αντίδραση. γ) Οι δαιμονιζόμενοι όχι μόνο ενοχλούνται από τα ιερά αντικείμενα, αλλά και ξεσπούν σε ακατανόμαστες ύβρεις και βλασφημίες εναντίον του Θεού, της Θεοτόκου, των Αγίων, των ιερών αντικειμένων, της Εκκλησίας γενικά, των Κληρικών κ.λ.π. δ) Ο δαιμονιζόμενος γνωρίζει μυστικά και αποκαλύπτει κρυφά αμαρτήματα όσων τον πλησιάζουν. Πολλοί, που έχουν πλησιάσει δαιμονιζομένους (συνήθως από περιέργεια και με έντονες αμφιβολίες) έχουν πάθει κυριολεκτικά ψυχρολουσία, όταν ο δαιμονιζόμενος άρχιζε να τους «βγάζει στη φόρα» αμαρτήματα, που μόνο οι ίδιοι γνώριζαν. Κάτι τέτοιο, που προφανώς δεν συμβαίνει στην περίπτωση των ψυχασθενών, είναι απόλυτα φυσικό για τους δαιμονιζομένους: ο διάβολος γνωρίζει όλα τα παρελθόντα και τα παρόντα περιστατικά. Γνωρίζει επίσης πολύ καλά τα αμαρτήματα καθενός, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ο υποκινητής αυτών των αμαρτημάτων. Και τα αποκαλύπτει, προκειμένου να προσβάλλει και να εκθέσει τον αμαρτάνοντα. ε) Ο ψυχασθενής, παρά τις ενδεχόμενες εξάρσεις της συμπεριφοράς, διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητός του. Ο δαιμονιζόμενος, όμως, δεν τα διατηρεί. Μεταβάλλεται συνήθως η όψη του, μεταβάλλεται εντελώς η φωνή του (π.χ. από γυναικεία γίνεται ανδρική και το αντίστροφο), «γυρίζουν» τα μάτια του, μιμείται ζώα κ.α. Γενικά ο δαιμονιζόμενος είναι θέαμα φοβερό. Οι δαιμονιζόμενοι των Ευαγγελίων ήσαν «χαλεποί λίαν» (Ματθ. 8,28), προκαλώντας τον τρόμο στους διερχομένους.
ζ) Ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών «ιμάτιον ουκ ενεδυδίσκετο» (Λουκ. 8,27). Ο διάβολος έχει την τάση να ξεγυμνώνει τον άνθρωπο, όχι μόνο στην περίπτωση των δαιμονιζομένων, αλλά και γενικότερα. Η ροπή προς τη γυμνότητα, που επικρατεί στην εποχή μας, δεν αποτελεί «σημείον» της κυριαρχίας του διαβόλου στον κόσμο; η) Επίσης, ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών «εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν» (Λουκ. 8,27). Η οικία και το οικογενειακό περιβάλλον δεν είναι καθόλου αγαπητά στον διάβολο, ο οποίος ωθεί σε έξοδο από το σπίτι και επιχειρεί την διάλυση της οικογένειας. θ) Ο δαιμονιζόμενος έχει τάσεις αυτοκαταστροφής και αυτοκτονίας. Το πνεύμα που κατείχε τον νέο του Ευαγγελίου «πολλάκις αυτόν εις πυρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν» (Μαρκ. 9,22). Αλλά και ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών «ην ... κατακόπτων εαυτόν λίθοις» (Μάρκ. 5,6). Όταν, μάλιστα, θεραπεύτηκε και τα δαιμόνια πήγαν στους χοίρους, «ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν» (Ματθ. 8,32). |