Κυριακή Ι’ Λουκά, 6 Δεκεμβρίου 2009
Λουκ. ιγ’ 10-17
10 Ἦν δὲ διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. 11 καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές. 12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· 13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. 15 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· Ὑποκριτά· ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; 16 ταύτην δὲ, θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; 17 καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ' αὐτοῦ. | | 10 Ἕνα Σάββατον ἐδίδασκε εἰς μίαν ἀπὸ τὰς συναγωγάς. 11 Καὶ ἦτο ἐκεῖ μιὰ γυναῖκα, ποὺ εἶχε πνεῦμα ἀσθενείας ἐπὶ δέκα ὀκτὼ χρόνια καὶ ἦτο σκυμμένη καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σταθῇ ὅλως διόλου ὀρθή. 12 Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τὴν ἐκάλεσε καὶ τῆς εἶπε, «Γυναῖκα, εἶσαι ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια σου»· 13 καὶ ἔβαλε ἐπάνω της τὰ χέρια, αὐτὴ δὲ ἀμέσως ἀνορθώθηκε καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. 14 Ἔλαβε τότε τὸν λόγον ὁ ἀρχισυναγωγός, ἀγανακτισμένος διότι ὁ Ἰησοῦς ἐθεράπευσε κατὰ τὸ Σάββατον, καὶ εἶπε εἰς ἐκείνους ποὺ παρευρίσκοντο ἐκεῖ, «Ὑπάρχουν ἕξη ἡμέρες ποὺ ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία· τότε νὰ ἔρχεσθε καὶ νὰ θεραπεύεσθε καὶ ὄχι τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου». 15 Ὁ Κύριος ἀπεκρίθη, «Ὑποκριτά, δὲν λύνει καθένας ἀπὸ σᾶς, κατὰ τὸ Σάββατον, τὸ βόδι του ἢ τὸν ὄνον του ἀπὸ τὸν σταῦλον καὶ τὸν φέρνει νὰ τὸν ποτίσῃ; 16 Αὐτὴ δὲ ποὺ εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν εἶχε δεμένη ὁ Σατανᾶς ἐπὶ δέκα ὀκτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῇ ἀπὸ τὰ δεσμὰ αὐτὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου;». 17 Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ, ὅλοι οἱ ἀντίπαλοί του ἐντροπιάζοντο, ἐνῷ ὅλον τὸ πλῆθος ἔχαιρε δι’ ὅλα τὰ ἔνδοξα πράγματα ποὺ αὐτὸς ἔκανε.
|
".....Και μόνο που θα την έβλεπες, θα ράγιζε η καρδιά σου! Το κεφάλι της ακουμπούσε σχεδόν στη γη! Μονίμως! Δεν μπορούσε ούτε στο ελάχιστο να κοιτάξει προς τα πάνω, "μη δυνάμενη ανακύψαι εις το παντελές". Δε θύμιζε άνθρωπο, αλλά τετράποδι! Τέτοιο ελεεινό κατάντημα!
Είχε, λοιπόν, κάθε λόγο να μην πάει στη Συναγωγή, αλλά να κλεισθεί στο σπίτι της.
Και όμως! Αυτή η τόσο άρρωστη είχε τόσο γενναία ψυχή, ώστε πήγε μπουσουλώντας στη Συναγωγή για να δει και να ακούσει τον Χριστό!
Και ο Χριστός μόλις την είδε, έστρεψε επάνω της το στοργικό Του βλέμμα! Και την προσφώνησε μπροστά στον κόσμο! "Ω, αξιοσέβαστη γυνάικα! Απαλλάσεσαι από την αρρώστια σου!" Έβαλε επάνω της το άγιό Του χέρι και αυτή αμέσως στάθηκε όρθια, δοξάζοντας τον Κύριο (Λκ.13,13).
Ο Χριστός τίμησε και αντάμειψε με το παραπάνω την άρρωστη αυτή γυναίκα, γιατί ενώ ήταν άρρωστη, δεν κλείσθηκε στο σπίτι της! Κόπιασε, ίδρωσε και πήγε στη Συναγωγή, που ήταν ο Χριστός! "
Πηγή: Κυριακή στην Εκκλησία, Αρχιμ. Βασ. Μπακογιάννη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου