Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή βλέπουμε το δράμα μιας γυναίκας η οποία ήταν συγκύπτουσα. Ήταν καμπουριασμένη τόσο που δεν μπορούσε «ανακύψαι εις το παντελές», δεν μπορούσε καθόλου να ανορθωθεί, να ατενίσει καθόλου προς τα πάνω. Για 18 χρόνια βρισκόταν στην κατάσταση αυτή και υπέφερε. Παρόλα αυτά όμως θεωρούσε καθήκον της επιτακτικό να βρίσκεται στη συναγωγή για την καθιερωμένη λατρεία του Θεού και τη μελέτη του νόμου Του που γινόταν κάθε Σάββατο. Εκεί την βρίσκει ο Ιησούς βλέπει την ταλαιπωρία της, την βαθιά της πίστη και με ένα μόνο λόγο την θεραπεύει. Πέρα από το θαύμα που επιτέλεσε ο Ιησούς που φανερώνει την θεϊκή του παντοδυναμία η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας στέλνει και άλλα διαχρονικά μηνύματα. Πρώτα το παράδειγμα της συγκύπτουσας που πηγαίνει στην συναγωγή παρά την ασθένειά της. Βλέπουμε στις μέρες μας όλο και πιο πολύ να παραμελείται το καθήκον του εκκλησιασμού ενώ προβάλλονται πολλά ψευδοεπιχειρήματα γι’ αυτό. Και πρώτο παρουσιάζουν το επιχείρημα της πανταχού παρουσίας του Θεού. Σ’ αυτούς θα μπορούσαμε να ανταπαντήσουμε ότι κανένας δεν αμφιβάλλει για την αξία ή την αναγκαιότητα της ατομικής προσευχής. Δεν μπορεί όμως αυτή ούτε να αντικαταστήσει αλλ’ ούτε και να συγκριθεί προς την κοινή λατρεία. Στην αγία Γραφή υπάρχει το παράγγελμα «Εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν». Σε κοινές συνελεύσεις, κοινές συγκεντρώσεις δηλ. να υμνείτε, να λατρεύετε τον Θεό. Η παρουσία των άλλων που προσεύχονται, ο διάκοσμος του ναού με τις εικόνες και τις άλλες παραστάσεις, η ψαλμωδία, το θυμίαμα, δημιουργούν ατμόσφαιρα μοναδική που ανυψώνει στα ουράνια. Προβάλλουν και άλλο επιχείρημα ακόμα: ότι δεν καταλαβαίνουν τα όσα λέγονται στην θεία λειτουργία και στις ιερές ακολουθίες. Μα όταν απέχουν από τον εκκλησιασμό και δεν έρχονται δεν καταλαβαίνουν κάτι περισσότερο. Απεναντίας περισσότερο βυθίζονται στο σκοτάδι και χάνουν και αυτό το λίγο που μπορούσαν με λίγη προσπάθεια να καταλάβουν. Πρέπει να ξέρουμε ακόμα ότι η πίστη μας δεν είναι μόνο διανοητική, εγκεφαλική, γνωσιολογική αλλά και καρδιακή πνευματική. Πολλές φορές έστω και αν αδυνατεί ο νους να συλλάβει κάποια πράγματα κατανοούνται καρδιακά. Στην θεία λειτουργία που τελείται στην εκκλησία τέλος θα βρούμε αυτό που δεν υπάρχει πουθενά αλλού το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Αφού κοινωνήσουμε άξια ενωνόμαστε με τον Θεό και θεονόμαστε απολαμβάνοντας την βασιλεία του θεού που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κοινωνία μας με το άκτιστο τον Θεό. Να γιατί είναι απαραίτητη η παρουσία μας στο ναό κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή. Υπόδειγμα προς μίμηση η σημερινή συγκύπτουσα. Υπάρχει και δεύτερο σημείο άξιο προσοχής όμως στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Κι’ αυτό αναφέρεται στην ορθή στάση μας απέναντι στην αργία της Κυριακής. Για τους Εβραίους ήταν θεσμοθετημένη στο Νόμο η αργία του Σαββάτου. Η εντολή έλεγε : «Μνήσθητι την ημέραν των Σαββάτων αγιάζειν αυτήν...». Ο Θεός όρισε την ημέρα του Σαββάτου για σωματική ανάπαυση αλλά και να την αφιερώνουν σε έργα ευποιίας και να αποφεύγουν κάθε κερδοφόρα εργασία. Σιγά-σιγά όμως οι θρησκευτικοί ηγέτες των Εβραίων είχαν παραχαράξει το Νόμο κι είχαν διαστρεβλώσει το θέλημα του Θεού, εγκλωβίζοντας τις εντολές του Θεού σε μια σειρά από ξηρούς τύπους. Έφτασαν στο σημείο πολλοί λεγόμενοι «ευσεβείς» Εβραίοι να διερωτώνται αν επιτρεπόταν το Σάββατο να έχουν μαζί τους ένα μαντηλάκι, γιατί κάθε μεταφορά βάρους εθεωρείτο αθέτηση της εντολής. Βάρους βέβαια εξωτερικού. Γιατί για το βάρος των αμαρτιών, το βάρος της εγκληματικής συνείδησης, το βάρος του άδικου πλούτου, δεν γινόταν καμία συζήτηση. Τέτοιο βάρος οι ραβίνοι ούτε καν το υποπτεύονταν ότι είναι δυνατό να υπάρχει. Μετρούσαν την ευσέβεια με την εξωτερική συμπεριφορά. Δεν έστρεφαν την προσοχή στο εσωτερικό του ανθρώπου, εκεί που θεμελιώνεται η αρετή : Στις ακαθαρσίες του νου, στο βόρβορο της καρδιάς, στο μολυσμό της ψυχής. Ο Χριστός στη σημερινή θεραπεία ήθελε να διδάξει ποιο είναι το ορθό νόημα της αργίας του Σαββάτου και ότι «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο και ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον». Αργία του Σαββάτου -για μας της Κυριακής- δεν σημαίνει απραξία των καλών. Αντίθετα μάλιστα. Σημαίνει αφιέρωση της μέρας - μετά την Θ. Λειτουργία- στην επιτέλεση του καθήκοντος προς τον συνάνθρωπο, αφού έτσι πάλιν τηρούμε τις εντολές του Θεού. Υπάρχει όμως και τρίτο δίδαγμα από τη σημερινή περικοπή. Κι αυτό είναι η αποφυγή της υποκρισίας. Ο λόγος του Χριστού ήταν κεραυνοβόλος. «Υποκριτά» λέει στον αρχισυνάγωγο. Ζείς μέσα στο νόμο και τους προφήτες αλλά εκτελείς τυπικά και υποκριτικά τα καθήκοντα σου χωρίς αληθινή αγάπη για τους συνανθρώπους σου. Πάντοτε δυστυχώς υπάρχουν μέσα στην κοινωνία υποκριτές. Γνωρίσματα φαρισαϊκής συμπεριφοράς παρουσιάζονται με εντυπωσιακή συχνότητα όχι μόνο στους εκτός της Εκκλησίας αλλά και στη ζωή των θρησκευόμενων ανθρώπων. Οι υποκριτές δεν είναι ευσεβείς αλλά ευσεβοφανείς. «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται». Είναι τακτικοί στην εκκλησία, ανάβουν τα κεριά τους, προσκυνούν επιδεικτικά τις εικόνες. Όταν όμως αναχωρήσουν από την εκκλησία, η ζωή και η διαγωγή τους κάθε άλλο παρά χριστιανική και θεάρεστη είναι. Είναι γι’ αυτούς που ο Θεός είπε «τοις χείλεσιν αυτών με τιμώσι, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού». Η υποκρισία είναι αρρώστια της ψυχής. Το Ευαγγέλιο καταπολεμεί την υποκρισία γιατί αυτή βάζει προσωπεία, μάσκες, στα πρόσωπα. Κάνει τους ανθρώπους διχασμένες προσωπικότητες, αναγκασμένους να αλλάζουν συμπεριφορά ανάλογα με τις περιστάσεις. Παράδειγμα υποκρισίας προς αποφυγήν μας προβάλλει η Εκκλησία τον Ιούδα. «Ηκολούθει γαρ τω διδασκάλω και καθ’ εαυτώ εμελέτα την προδοσίαν». Ήταν «τοις μαθηταίς συναυλιζόμένος και τοις Ιουδαίοις συναγαλλόμένος». Μιλούσε «περί φιλοπτωχείας» αλλά «εζήτει τα αργύρια». Σπουδαία λοιπόν τα μηνύματα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Ας προσπαθήσουμε να διδαχθούμε από αυτά, ιδιαίτερα τώρα που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, για να μπορέσουμε επάξια να δεχθούμε τον Χριστό που έρχεται να γίνει άνθρωπος για χάρη μας.
|