26 Φεβ 2011

Για χάρη της Αγάπης, θυσιάζουμε ακόμα και τα Δικαιώματά μας.








Για χάρη της Αγάπης θυσιάζουμε
ακόμα και τα Δικαιώματά μας
του Αρχιμανδρίτου π. Αμβροσίου Γκουρβέλου


Α­δελ­φοί μου,
Βρι­σκό­μα­στε σή­με­ρα στην Κυ­ρια­κή τής Α­πό­κρε­ω και στην έ­ναρ­ξη τής τρί­της εβδο­μά­δος τού Τριω­δί­ου. Η τρί­τη Κυ­ρια­κή τού Τριω­δί­ου λαμ­βά­νει την ο­νο­μα­σία της α­πό την ε­ντο­λή τής Εκ­κλη­σί­ας μας, να στα­μα­τή­σου­με α­πό αύ­ριο να τρώ­με κρέ­ας, ώ­στε με την λευ­κή νη­στεί­α τής ε­βδο­μά­δος αυ­τής, τής Τυ­ρι­νής ό­πως την ο­νο­μά­ζου­με, να ει­σέλ­θου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι στην αυ­στη­ρή νηστεί­α τής Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής.




Οι Ά­γιοι Πα­τέ­ρες ό­ρι­σαν ε­πί­σης την ε­βδο­μά­δα αυ­τή να θυ­μό­μα­στε το γε­γο­νός τής ε­ξώ­σε­ως των Πρω­το­πλά­στων α­πό τον Πα­ρά­δει­σο. Ο Α­δάμ και η Εύ­α έ­χα­σαν τον Πα­ρά­δει­σο λό­γω τής πα­ρα­βά­σε­ως τής ε­ντο­λής τού Θε­ού, να μη γευ­θούν έ­να μόνο εκ των πολ­λών καρ­πών που ά­φθο­να τούς προ­σφέ­ρο­νταν στην Ε­δέμ. Και ε­μείς κα­λού­μα­στε να γευ­θού­με α­πό ό­λα τα α­γα­θά πλην ε­νός.
Ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος στο ση­με­ρι­νό α­πο­στο­λι­κό α­νά­γνω­σμα α­να­φέ­ρε­ται στο θέμα τής νη­στεί­ας των τρο­φών λέ­γο­ντας ό­τι: «Βρώ­μα (δε) η­μάς ου πα­ρί­στη­σι τω Θε­ώ: ού­τε γαρ ε­άν φά­γω­μεν πε­ρισ­σεύ­ο­μεν, ού­τε ε­άν μη φά­γω­μεν υ­στε­ρού­με­θα». Δη­λα­δή ό­τι τη θέ­ση μας μπρο­στά στο Θε­ό δεν την κα­θο­ρί­ζει α­πό μό­νο του καί μόνον κά­ποιο φα­γη­τό, για­τί ού­τε με το να φά­με κερ­δί­ζου­με πνευ­μα­τι­κά τί­πο­τε ού­τε με το να μη φά­με χά­νου­με». Τα πα­ρα­πά­νω ει­πώ­θη­καν α­πό τον Α­πό­στο­λο Παύλο σε σχέ­ση με το πρό­βλη­μα των ει­δω­λο­θύ­των, των τρο­φών, συ­νή­θως κρε­ά­των, που προ­έρ­χο­νταν α­πό θυ­σί­ες στα εί­δω­λα και ει­δι­κό­τε­ρα ως α­πά­ντη­ση στο ε­ρώ­τημα πού α­πα­σχο­λού­σε και σκαν­δά­λι­ζε πολ­λούς α­πό τούς τό­τε χρι­στια­νούς, αν δη­λα­δή έ­πρε­πε να τρώ­γο­νται ή ό­χι τα ει­δω­λό­θυ­τα. Ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος μέ­σα από το πνεύ­μα τής εν Χρι­στώ ε­λευ­θε­ρί­ας το­νί­ζει, ό­τι για το Θε­ό αυ­τό δεν α­ποτε­λεί πρό­βλη­μα.

Ό­μως στην συ­νέ­χεια υ­πο­γραμ­μί­ζει, ό­τι αυ­τή η ε­λευ­θε­ρί­α, ό­σων έ­χουν πλη­σιάσει πιο πο­λύ τον Χρι­στό, ό­σων έ­χουν προ­σεγ­γί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο το νό­η­μα των θεί­ων ε­ντο­λών δεν πρέ­πει να γί­νε­ται πρό­σκομ­μα και σκαν­δα­λι­σμός για ό­σους εί­ναι πνευ­μα­τι­κά α­νώ­ρι­μοι. Ση­μειώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «βλέ­πε­τε δε μή­πως η ε­ξου­σί­α υ­μών αύ­τη πρό­σκομ­μα γέ­νη­ται τοις α­σθε­νού­σιν. ε­άν γαρ τις ί­δη σε, τον έ­χο­ντα γνώ­σιν, εν ει­δω­λεί­ω κα­τα­κεί­με­νον, ου­χί η συ­νεί­δη­σις αυ­τού ασθε­νούς ό­ντος οι­κο­δο­μη­θή­σε­ται εις το τα ει­δω­λό­θυ­τα ε­σθί­ειν; και α­πο­λεί­ται ο α­σθε­νών α­δελ­φός ε­πί τη ση γνώ­σει, δι’ όν Χρι­στός α­πέ­θα­νεν. Ού­τω δε α­μαρτά­νο­ντες εις τούς α­δελ­φούς και τύ­πτο­ντες αυ­τών την συ­νεί­δη­σιν α­σθε­νούσαν εις Χρι­στόν α­μαρ­τά­νε­τε. διό­περ ει βρώ­μα σκαν­δα­λί­ζει τον α­δελ­φόν μου, ου μη φά­γω κρέ­ας εις τον αιώ­να, ί­να μή τον α­δελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω». «Προ­σέχε­τε μό­νο, μή­πως το νό­μι­μο αυ­τό δι­καί­ω­μά σας γί­νει ε­μπό­διο σ’ ε­κεί­νους που εί­ναι α­δύ­να­τοι στην πί­στη. Για­τί, αν έ­νας, ο ο­ποί­ος εί­ναι α­δύ­να­τος, ι­δεί εσέ­να, που έ­χεις τη γνώ­ση αυ­τή, να συμ­με­τέ­χεις σε τρα­πέ­ζι ει­δω­λο­λα­τρι­κού να­ού, η συ­νεί­δη­σή του, α­φού αυ­τός εί­ναι α­δύ­να­τος, δε θα πα­ρα­συρ­θεί α­πό το παρά­δειγ­μά σου και θα πα­ρα­κι­νη­θεί να φά­ει με λα­θε­μέ­νη – λα­τρευ­τι­κή α­ντί­ληψη το κρέ­ας των ζώ­ων πού έ­χουν προ­σφερ­θεί θυ­σί­α στα εί­δω­λα; Kι έ­τσι, ε­ξαι­τίας τής κα­κής χρή­σης τής δι­κής σου γνώ­σης, θα χα­θεί ο α­δύ­να­τος α­δελ­φός, για τον ο­ποί­ο ο Xρι­στός πέ­θα­νε. Α­μαρ­τά­νο­ντας ό­μως έ­τσι έ­να­ντι των α­δελ­φών και προ­ξε­νώ­ντας τραύ­μα­τα στην συ­νεί­δη­σή τους, πού εί­ναι α­δύ­να­τη, έ­να­ντι τού Xρι­στού α­μαρ­τά­νε­τε. Γι’ αυ­τό, λοι­πόν, αν κά­ποιο φα­γη­τό γί­νε­ται αι­τί­α να σκο­ντά­ψει σε θέ­μα­τα τής πί­στης ο α­δελ­φός μου, τό­τε, ό­χι, δε θα φά­ω κρέ­ας πο­τέ, για να μην σκαν­δα­λί­σω τον α­δελ­φό μου». 


Α­δελ­φοί μου, θα ή­θε­λα να ε­στιά­σου­με σε δύ­ο ση­μεί­α:

1. Στην πνευ­μα­τι­κή ζω­ή υ­πάρ­χει η έν­νοια τής θυ­σί­ας τού δι­καιώ­μα­τος. Έχου­με δι­καιώ­μα­τα αλ­λά τα θυ­σιά­ζου­με για χά­ρη τής α­γά­πης. Στην ε­πο­χή μας όλοι μι­λούν για δι­καιώ­μα­τα, μά­χο­νται γι’ αυ­τά και ι­διαί­τε­ρα ό­ταν τούς εγγί­ζουν. Ταυ­το­χρό­νως η φι­λαυ­τί­α και ο ε­γω­ϊ­σμός θριαμ­βεύ­ουν στην κοι­νω­νί­α μας. Τα δι­κα­στή­ρια δεν προ­φθά­νουν να εκ­δι­κά­ζουν μη­νύ­σεις και πρά­ξεις α­ντεκ­δί­κη­σης. Η α­πο­μό­νω­ση, η ε­πι­θε­τι­κό­τη­τα, η α­δια­φο­ρί­α για τον πλη­σί­ον, α­κόμη και για τον φί­λο ή για τον συγ­γε­νή αυ­ξά­νουν δρα­μα­τι­κά. Και συ δεν τολ­μάς, να πεις κά­τι. Η α­πά­ντη­ση εί­ναι έ­τοι­μη: «Εί­ναι δι­καί­ω­μα μου, δεν έ­χω κι ε­γώ δι­καιώ­μα­τα;»
Ό­σο πιο πνευ­μα­τι­κά ζει ο άν­θρω­πος, ό­σο προ­σπα­θεί να μι­μη­θεί τον Θε­άν­θρωπο Χρι­στό, τό­σο ε­κού­σια πε­ριο­ρί­ζει τα δι­καιώ­μα­τά του και ταυ­τό­χρο­να αυ­ξάνει τις υ­πο­χρε­ώ­σεις του. Φθά­νει κά­ποια στιγ­μή να θυ­σιά­ζει τα πά­ντα για την α­γά­πη. Τέ­τοιοι άν­θρω­ποι θυ­σί­ας στε­ρέ­ω­σαν οι­κο­γέ­νειες, ε­δραί­ω­σαν Εκ­κλησί­ες, ε­λευ­θέ­ρω­σαν πα­τρί­δες, ευερ­γέ­τη­σαν πο­λυ­ποί­κι­λα καί ποι­κι­λό­τρο­πα την αν­θρω­πό­τη­τα.
2. Το δεύ­τε­ρο ση­μεί­ο που ή­θε­λα να δού­με εί­ναι, ό­τι ο­φεί­λου­με ως μέ­λη τής Εκ­κλη­σί­ας να ε­ξε­τά­ζου­με την συ­μπε­ρι­φο­ρά μας έ­να­ντι των συ­ναν­θρώ­πων μας καί ι­διαί­τε­ρα ό­σων λό­γω α­σθε­νούς συ­νεί­δη­σης ή έ­στω και ε­γω­ϊ­στι­κής προσω­πι­κό­τη­τας ή λαν­θα­σμέ­νης ει­κό­νος πε­ρί των θε­μά­των πί­στης και ή­θους, δυστυ­χώς σκαν­δα­λί­ζο­νται. Για ό­ποιον προ­κα­λεί σκάν­δα­λο ο Χρι­στός ο­μι­λεί με πο­λύ σκλη­ρά λό­για. «Ουαί (α­λί­μο­νο) στον άν­θρω­πο δι’ ου το σκάν­δα­λον έρ­χε­ται». Διό­τι το σκάν­δα­λο τα­λαι­πω­ρεί την Εκ­κλη­σί­α και χά­νο­νται ψυ­χές υ­πέρ ων Χρι­στός α­πέ­θα­νε. Πολ­λοί εξ η­μών σκαν­δα­λί­ζου­με με πολ­λούς τρό­πους. Εί­τε με τα λό­για μας, εί­τε με την ζω­ή μας, εί­τε με την εμ­φά­νι­σή μας, εί­τε με τη δειλί­α μας, εί­τε με την υ­πο­κρι­σί­α μας, εί­τε με την αρ­νη­τι­κή πα­ρου­σί­α μας, εί­τε με την έ­νο­χη α­που­σί­α μας και με τό­σα άλ­λα. Δυ­στυ­χώς δε δί­νου­με ση­μα­σί­α. Δεν το θε­ω­ρού­με α­μαρ­τί­α. Δεν το ε­ξο­μο­λο­γού­μα­στε καν, ού­τε με­τα­νο­ού­με γι’ αυτό. Και αν κά­ποιος μάς πα­ρα­τη­ρή­σει, ε­πιρ­ρί­πτου­με την ευ­θύ­νη στην α­νω­ρι­μότη­τα των άλ­λων. Ό­μως αλ­λιώς μάς δια­μη­νύ­ει σή­με­ρα στην πε­ρι­κο­πή ο Α­πό­στολος Παύ­λος. Αλ­λά και η πα­ρα­βο­λή τής μελ­λού­σης Κρί­σε­ως, πού δια­βά­σα­με σή­μερα, μάς υ­πο­γραμ­μί­ζει ό­τι θα κρι­θού­με με μέ­τρο την προς τον πλη­σί­ον α­γά­πη.
Χω­ρίς να φθά­σου­με στο ά­κρο τής υ­πε­ρευαι­σθη­σί­ας, που ο­δη­γεί σε πνευ­μα­τι­κή α­πρα­ξί­α με το αγ­χώ­δες δί­λημ­μα «μη κά­νου­με αυ­τό ή το άλ­λο, μή­πως και μή­πως...», σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση ο­φεί­λου­με νά βα­δί­σου­με με διά­κρι­ση και με α­γά­πη.

Α­δελ­φοί μου,

Στις η­μέ­ρες κυ­ριαρ­χούν τό­σο ο υ­περ­το­νι­σμός τών δι­καιω­μά­των ό­σο και η προβο­λή υ­παρ­κτών ή α­νυ­πάρ­κτων σκαν­δά­λων. Και τα δύ­ο εί­ναι εκ­φρά­σεις τής ουσί­ας ό­λων των α­μαρ­τιών, τής βά­σης τού προ­πα­το­ρι­κού α­μαρ­τή­μα­τος, που εί­ναι ο ε­γω­ϊ­σμός. Ου­σια­στι­κά ζω χω­ρίς Θε­ό μό­νο για τον ε­αυ­τό μου. Η νη­στεί­α τού κρέ­α­τος που την ε­βδο­μά­δα αυ­τή συ­νι­στά­ται και κα­λό εί­ναι να την τη­ρή­σου­με, ας α­πο­τε­λέ­σει μί­α υ­πό­μνη­ση με­τα­νοί­ας και αλ­λα­γής τρό­που ζω­ής. Να σκε­φθούμε αυ­τά τα δύ­ο ση­μεί­α που προ­βάλ­λο­νται στο ση­με­ρι­νό α­πο­στο­λι­κό α­νά­γνω­σμα και να κα­τα­νο­ή­σου­με πό­σο θα βο­η­θή­σουν την ζω­ή μας. Ας μά­θου­με να θυ­σιά­ζου­με δι­καιώ­μα­τα, ας α­να­λαμ­βά­νου­με υ­πο­χρε­ώ­σεις, ας προ­σέ­χου­με και ας προ­λαμβά­νου­με τα ποι­κί­λα σκάν­δα­λα. Ας ζή­σου­με για τον Χρι­στό και για τούς άλ­λους, το­πο­θε­τώ­ντας τους στην πρώ­τη θέ­ση τής ύ­παρ­ξής μας. Και τό­τε θα κα­τα­λάβου­με, ό­τι ζού­με αυ­θε­ντι­κά και τη δι­κή μας ζω­ή.  Α­μήν.