Κυριακή Δ΄Λουκά, 11 Οκτωβρίου 2009 Λουκ. η΄ 5-15 |
Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· 5 ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· 6 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· 7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. 8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. 9 Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη; 10 ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. 11 ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· 12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. 13 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. 14 τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. 15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ. |
|
Η ερμηνεία της παραβολής από τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (β΄διδαχή) |
Μου φαίνεται ότι εκαταλάβατε αυτήν την παραβολήν. Αλλά δια να εννοήσητε καλύτερα, λέγομεν και τα ακόλουθα και προσέχετε να ακούσητε τούς λόγους του ιερού Ευαγγελίου. Ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός έχει πολλά και διάφορα ονόματα. Λέγεται Θεός, Υιός Θεού, Υιός ανθρώπου, σοφία, ζωή, ανάστασις και γεωργός. Ο Κύριος λοιπόν εβγήκεν από τον οίκόν Του, δηλαδή από τούς πατρικούς κόλπους, δια της ενσάρκου οικονομίας· κατεδέχθη ο Υιός και Λόγος του Θεού και εσαρκώθη εις την κοιλίαν της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος· όλος μέσα εις την κοιλίαν της Θεοτόκου και όλος πανταχού παρών. Και καθώς ένας άνθρωπος ημπορεί να είνε ο νους του όλος εις την πόλιν και όλος εις τον οίκόν του, και πάλιν όλος ο νους του να είνε μέσα εις το κεφάλι του, ο άνθρωπος οπού είνε πλάσμα του Θεού έχει αυτό το χάρισμα, και ο Θεός δεν δύναται να είνε όλος εις τούς ουρανούς, και όλος εις κάθε μέρος; Ούτως εβγήκεν, αδελφοί μου, ο Κύριος από τον οίκόν του και επήρε σπόρον να σπείρη τα χωράφια του, τας καρδίας των ανθρώπων. Ποίος είνε ο σπόρος; Το άγιον Εευαγγέλιον, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός , του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να έχωμεν την αγάπην εις τον Θεόν και εις τούς αδελφούς μας. Ποία είνε η οδός; Είνε ο υπερήφανος άνθρωπος, οπού είνε σκληρά και καταπατημένη η καρδία του από τας βιωτικάς μερίμνας· ακούει τον λόγον, αλλά δεν εμβαίνει εις την καρδίαν του, και έρχονται οι δαίμονες και παίρνουν τον λόγον του Θεού, και μένει άκαρπος ήγουν χωρίς ψυχικήν ωφέλειαν. Πέτρα είνε η καρδία εκείνου οπού ακούει τον λόγον του Θεού και τον δέχεται μετά χαράς, μα έχει ολίγην ευλάβειαν εις τον Χριστόν, και άμα του έλθη ο πειρασμός, τον αρνείται και πηγαίνει με τον διάβολον. Άκανθαι είνε εκείνος οπού ακούει τον λόγον του Θεού, και ύστερον έρχονται τα πονηρά πάθη και τον πνίγουν, και μένει και αυτός άκαρπος. Η καλή γη είνε ο τέλειος άνθρωπος, όστις έφερεν εκατόν, ο μεσαίος εξήκοντα και ο κατώτερος τριάκοντα. Μα το κεκρυμμένον νόημα της παραβολής δεν το εννοήσατε, και πρέπει εις έκαστον μέρος να είπωμεν από ένα παράδειγμα. |
Παραδείγματα προς κατανόησιν της παραβολής |
Μανασσής, ο βασιλεύς των Εβραίων |
Τον παλαιόν καιρόν ήτο ένας βασιλεύς των Εβραίων λεγόμενος Μανασσής, ο οποίος τούς εβασάνιζε με πολλά παιδευτήρια. Τον εσυμβούλευαν οι προφήται και διδάσκαλοι να κυβερνά τον λαόν με πραότητα, αλλ’ αυτός δεν ήκουε τον λόγον του Θεού, δεν μετενόησε. Βλέπων ο Θεός την κακήν του γνώμην τι κάμνει; Σηκώνει ένα βασιλέα από την ανατολήν και τον πολεμεί και τον παίρνει σκλάβον, και τον κλειδώνει μέσα εις ένα καζάνι δια να τον κάψη. Τι κάμνει εκεί ο Μανασσής, μέσα εις το χάλκωμα; Ενεθυμήθη τας αμαρτίας του, έκλαυσε, παρεκάλεσε τον Θεόν να τον ελευθερώση και πλέον δεν αμαρτάνει. Βλέπων ο Θεός την καλήν του γνώμην ήκουσε την μετάνοιάν του, εδέχθη τα δάκρυά του και έστειλεν ένα άγγελον και τον ελευθερώνει από εκείνον τον κίνδυνον.Ύστερον επώλησε τα πράγματά του και τα έδωσεν ελεημοσύνην και υπήγε και ασκήτευεν εις όλην του την ζωήν με νηστείας, αγρυπνίας, προσευχάς, και επήγεν εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Ανίσως, αδελφοι μου, και είνε κανείς από σας και είνε σκληροκάρδιος ωσάν τον Μανασσή και ενθυμηθή τας αμαρτίας του και μετανοήση και κλαύση, ας είνε βέβαιος ότι δέχεται την μετάνοιάν του καθώς του Μανασσή. |
Πέτρος ο Απόστολος |
Να είπωμεν δε και δια την πέτραν· έχομεν πολλά, αλλά μόνον ένα παράδειγμα θα είπωμεν, του αποστόλου Πετρου. Τη Μεγάλη Πεμπτη το εσπέρας ηξεύροντας ο Κυριος ως καρδιογνώστης Θεός όλα τα μέλλοντα, και μάλιστα την καρδίαν των Εβραίων και του Ιούδα, εκάθησε και εδίδαξε τούς Αγίους Αποστόλους πολλά και διάφορα νοήματα. Μεταξύ των άλλων τούς είπε και τούτον τον λόγον: Να ηξεύρετε ότι ένας από σας θα με πωλήση εις τούς Εβραίους δια τριάντα φλωρία, και θα με περιγελάσουν οι Εβραίοι, θα με υβρίσουν, θα με δείρουν και θα με σταυρώσουν. Όμως μη λυπείσθε, διότι εγώ θέλω να σταυρωθώ, δια να σταυρώσω την αμαρτίαν και τον διάβολον, και να δώσω ζωήν εις τούς ανθρώπους, και την τρίτην ημέραν ν’ αναστηθώ και να χαροποιήσω υμάς και τον ουρανόν και την γην, και να φαρμακώσω τον άδην και τούς Εβραίους και μάλιστα τον διάβολον. Μαθετε δε και τούτο, μαθηταί μου, ότι τότε θα με αφήσετε όλοι και θα φύγετε. Απεκρίθη ο Πετρος και λέγει: Κυριε, όλοι και αν σε αρνηθούν, εγώ δεν σε αρνούμαι ποτέ. Του λέγει ο Κυριος: Καλά, Πετρε· ο καιρός θέλει το δείξει. Λεγει ο Πετρος: Όχι, Κυριε, μη γένοιτο να σε αρνηθώ ποτέ. Λεγει του ο Κυριος: Εσύ οπού λέγεις ότι με αγαπάς, θα με αρνηθής απόψε· πριν λαλήση ο πετεινός δις, θα με αρνηθής τρις. Διότι καλύτερα ήξευρεν ο Κυριος την καρδίαν του Πετρου παρά ο ίδιος. Παλιν λέγει ο Πετρος: Όχι, Κυριε· όλοι αν σε αρνηθούν, εγώ δεν σε αρνούμαι. Του λέγει ο Κυριος: Το σιτάρι όταν το πυρώση ο ήλιος, τότε φαίνεται πως είνε ριζωμένον, αν δεν ξηρανθή. Ομοίως και κάθε χριστιανός· όταν του έλθη πειρασμός και δεν αρνηθή τον Χριστόν, τότε είνε αληθής χριστιανός. Ήλθεν η ώρα, παρεδόθη ο Κυριος θεληματικώς εις τούς Ιουδαίους· ευθύς έφυγον οι απόστολοι, καθώς είπεν ο Κυριος· επήραν οι Εβραίοι τον Χριστόν και τον επήγαν εις τα παλάτια του Άννα και Καϊάφα και ήρχισαν να τον εξετάζουν πόθεν είνε. Επήγεν ο Πετρος και ίστατο μακρόθεν δια να ίδη τα πάθη του Χριστού μας. Έρχεται ένας Εβραίος και λέγει του Πετρου: Και συ μαζί με τον Χριστόν είσαι; Απεκρίθη ο Πετρος: Όχι, δεν τον γνωρίζω τι άνθρωπος είνε. Ακούετε, αδελφοί μου, τι έκαμεν ο Πετρος; Ηρνήθη τον Χριστόν και υπήγεν με τον διάβολον. Πρωτύτερα έστεκε να ιδή τι κάμνουν του Χριστού· ύστερον εκοίταζε την πόρταν να φύγη. Έρχεται και άλλος και λέγει του Πετρου: Και συ μαζί με τον Χριστόν είσαι; Λεγειν πάλιν ο Πετρος: Δεν ηξεύρω τι μου λέγεις. Όταν εζύγωσε κοντά εις την πόρταν να φύγη, τον πιάνει και άλλος Εβραίος και του λέγει; Και συ μαθητής του είσαι; Λεγει ο Πετρος: Να έχω το ανάθεμα αν τον ηξεύρω αυτόν τον άνθρωπον. Ακούετε, αδελφοί μου, ότι εκείνος, όστις έλεγεν ότι χύνει το αίμά του δια την αγάπην του Χριστού, τώρα τον αρνείται; Και καθώς ηρνήθη το τρίτον, ω του θαύματος! ελάλησεν ο πετεινός, καθώς είπεν ο Κυριος. Αακούσας ο Πετρος τον πετεινόν ενεθυμήθη τον λόγον του Κυρίου, και εξελθών έξω έκλαυσε με μαύρα δάκρυα, και εις όλην του την ζωήν, όταν ήκουε τον πετεινόν, έκλαιεν ενθυμούμενος την άρνησιν. Εσταυρώθη ο Κυριος, ανέστη την τρίτην ημέραν, εφανερώθη εις τας μυροφρους και τας λέγει: Υπάγετε και είπατε εις τούς Αποστόλους και εις τον Πετρον ότι ανέστην, και τούς περιμένω εις την Γαλιλαίαν. Διατί εξεχώρισε τον Πετρον; δια να μάθη ότι εδέχθη την μετάνοιάν του ο Κυριος και τον εσυγχώρησεν. Επήγαν οι Απόστολοι εις τον Χριστόν και έλαβον την χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Επήγε και ο Πετρος, αμή έστεκε σκυθρωπός. Του λέγει ο Κυριος; Πετρε, με αγαπάς; Και τον ηρώτησε τρεις φοράς, εις διόρθωσιν των τριών αρνήσεων, και τον επανέφερεν εις την πρώτην του αξίαν. Έπειτα διήλθε δύσιν και ανατολήν και έκαμε χιλιάδας χριστιανούς. Τον συνέλαβεν ένας βασιλεύς της Ρωμης και του έλεγε ν’ αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τα είδωλα. Ο δε Πετρος του λέγει: Δεν τον αρνούμαι. Όθεν τον εσταύρωσε με το κεφάλι κάτω και παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας του Χριστού μας και επήγεν εις τον παράδεισον. |
Οσία Μαρία η Αιγυπτία |
Να είπωμεν και δια τα αγκάθια. Η οσία Μαρία από δώδεκα χρονών κορίτσι έπεσεν εις τας χείρας του διαβόλου· ημέραν και νύκτα ευρίσκετο εις την αμαρτίαν. Την εφώτισεν ο ελεήμων Θεός και φεύγει από τον κόσμον και πηγαίνει εις την έρημον. Εκεί ασκήτευον σαράντα χρόνους, και εκαθαρίσθη και έγινε σαν άγγελος. Θελων ο Κυριος να την αναπαύση έστειλεν ένα άγιον ασκητήν Ζωσιμάν να την εξομολογήση και να την μεταλάβη τα Άχραντα μυστήρια. Και ύστερον παρέλαβε την αγίαν της ψυχήν εις τον παράδεισον να χαίρεται με τούς αγγέλους. Ανίσως και είνε κανένας από σας ωσάν την οσίαν Μαρίαν, αυτήν την ώραν να κλαύση και μετανοήση, τώρα οπού έχει καιρόν, και ας είνε βέβαιος ότι θα σωθή καθώς και η οσία Μαρία. |
Αγία Παρασκευή |
Να ειπούμεν και δια την καλήν γην. Η αγία Παρασκευή ήτο δώδεκα χρονών κόρη από γένος ευγενικόν. Μείνασα ορφανή εμοίρασεν όλην της την περιουσίαν εις τούς πτωχούς, και με αυτά ηγόρασεν τον παράδεισον. Και μετεχειρίζετο ως φτιασίδια τα δάκρυα, ενθυμουμένη τας αμαρτίας της. Ως σκουλαρίκια είχε τα ώτα της ανοικτά δια ν’ ακούη τας Αγίας Γραφάς. Ως κορδόνι είχε τας πολλάς νηστείας, οπού έκαμνον τον λαιμόν της και έλαμπεν ως ήλιος. Ως δακτυλίδια τούς κόμβους των δακτύλων της από τας πολλάς μετανοίας οπού έκαμνεν. Ως χρυσούν ζωνάριον την παρθενίαν οπού εφύλαξεν εις όλην της την ζωήν. Ως φόρεμα την εντροπήν οπού είχε εις τον εαυτόν της και ο φόβος του Θεού οπού την εσκέπαζεν. Έτσι εστολίζετο η Αγία. Ανίσως και είνε κανένα κορίτσι και θέλη να στολίζεται, ας στοχασθή τι έκαμνεν η Αγία, να κάμνη και εκείνη, αν θέλη να σωθή.Έτσι, αδελφοί μου, η αγία Παρασκευή έμαθε γράμματα και έγινε σοφώτατη. Και δια την καθαρότητά της την ηξίωσεν ο Θεός και έκαμνε και θαύματα. Ιατρευε τυφλούς, κωφούς· ανέστηνε νεκρούς. Δυο Εβραίοι, τέκνα του διαβόλου, βλέποντες την Αγίαν να κάμνη θαύματα, την εφθόνησαν και την διέβαλον εις τον βασιλέα Ααντωνίνον ως χριστιανήν. Την κράζει λοιπόν ο βασιλεύς και της λέγει ν’ αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τούς θεούς, να την κάμνη βασίλισσαν. Λεγει του η Αγία: Εγώ δεν είμαι ανόητη ωσάν εσένα, να αρνηθώ τον Χριστόν μου και να υπάγω εις τον διάβολον· ν’ αφήσω την ζωήν και να υπάγω εις τον θάμνατον. Άμποτε να άφηνες και συ το σκότος και να ήρχεσο εις το φως. Ακούετε, αδελφοί μου, ένα κορίτσι να ομιλή με τοιαύτην παρρησίαν εμπρός εις ένα βασιλέα; Όστις έχει τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν του, δεν φοβείται όλον τον κόσμον. Ανίσως θέλωμεν και ημείς να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, να έχωμεν τον Θεόν εις την καρδίαν μας. Λεγει ο βασιλεύς της Αγίας: Σου δίδω τρεις ημέρες διορίαν· αν δεν μου υπακούσης, θα σε θανατώσω. Λεγει του η αγία: Βασιλεύ, εκείνο οπού θέλεις να κάμης εις τρεις ημέρας, κάμε το τώρα, διότι εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστόν μου. Τοτε προστάζει ο βασιλεύς και άναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊάν και βάνουν ένα καζάνιγεμάτο πίσσαν και θειάφι και βράζει καλά. Βλέπουσα η Αγία το καζάνι εχαίρετο, ότι έμελλε ν’ αναχωρήση από τούτον τον ψεύτικον κόσμον και να υπάγη εις εκείνον τον αληθινόν και αιώνιον. Προστάζει ο βασιλεύς να βάλουν την αγίαν εις το καζάνι δια να καή. Η Αγία έκαμε τον σταυρόν της και εμβαίνει μέσα. Περιμένει δύο - τρεις ώρας ο βασιλεύς και βλέπων οπού δεν καίεται η Αγία της λέγει: Παρασκευή διατί δεν καίεσαι; Λεγει του η Αγία: Διότι ο Χριστός εδρόσισε το νερό και δεν καίομαι. Λεγει της ο βασιλεύς: Ραντισον με και εμέ δια να ίδω, καίει; Επήρεν η Αγία με τας δύο της χείρας και του ρίπτει εις το πρόσωπον και ευθύς, ω του θαύματος! ετυφλώθη και εγδάρθη το πρόσωπόν του. Φωνάζει ο βασιλεύς: Μεγας ο Θεός των χριστιανών και εις αυτόν πιστεύω και εγώ· και έβγα να με βαπτίσης. Εβγήκεν η Αγία και τον εβάπτισε με όλον του το βασίλειον. Έπειτα την απεκεφάλισεν άλλος βασιλεύς και υπήγεν εις τον παράδεισον να χαίρεται πάντοτε. Αυτή η Αγία έκαμε τα εκατόν κατά τον λόγον του Κυρίου. |
Ένα ζεύγος Αγίων (Ανδρόνικος - Αθανασία) |
Να είπωμεν και δι’ εκείνον οπού έφερε τα εξήκοντα. Εις 9 του Οκτωβρίου εορτάζει η Εκκλησία μας τον άγιον Ανδρόνικον με την σύζυγόν του Αθανασίαν. Τούς είχε χαρίσει ο άγιος Θεός δύο παιδία αρσενικά, και μίαν ημέραν απέθανον και τα δύο. Κλαίουσα η Αθανασία δια τα τέκνα της, έρχεται άγελος Κυρίου και της λέγει: Τα τέκνα σου χαίρονται εις τον παράδεισον και θα τα απολαύσης εις την Δευτέρα Παρουσίαν, και μη λυπείσαι. Και έτσι την επαρηγόρησε. Λεγει η Αθανασία του Ανδρονίκου: Αφέντη, χιλιάδες άνδρες και γυναίκες εφύλαξαν παρθενίαν εις όλην των την ζωήν. Ημείς υπανδρευθήκαμεν και απελαύσαμεν τα σωματικά. Δεν γινόμεθα καλόγηροι να κάμωμεν και τα ψυχικά, να υπάγωμεν και εις τον παράδεισον; Απεκρίθη και ο ευλογημένος Ανδρόνικος και της λέγει: Ας γίνη, δελφή μου, το θέλημα του Θεού. Και απ’ εκείνην την ώραν έζων ως αδελφοί(33). Εμοίρασαν την περιουσίαν των, επήγαν και οι δύο εις μοναστήριον και έγιναν καλόγηροι και έζησαν με νηστείας και σκληραγωγίας και επήγαν εις τον παράδεισον. Αυτοί έκαμον τα εξήκοντα, διότι έκαμον πρώτον τα σωματικά και δεύτερον τα ψυχικά. Αυτοί βέβαια είνε κατώτεροι από την Αγίαν Παρασκευήν. Ανίσως και θέλη κανένας από σας να κάμη τα εξήκοντα, ας αγωνίζεται ωσάν τον άγιον Ανδρόνικον και την αγίαν Αθανασίαν και σώζεται. |
Ο πολύτεκνος Ιωάννης |
Πάλιν αν δεν ημπορήτε να κάμετε τα εξήκοντα, μιμηθήτε εκείνον οπού έκαμε τα τριάκοντα. Εις την ανατολήν ήτο ένας άνθρωπος ιερεύς, το όνομα Ιωάννης, υπανδρευμένος. Είχεν είκοσι παιδία. Μιαν ημέραν υπήγεν ένας Δεσπότης εις το σπίτι του παπά, βλέπει τα παιδία και ερωτά τίνος είνε. Ιδικά μου, λέγει ο παπάς. Τοτε λέγει ο Δεσπότης: Ποσους χρόνους είσαι υπανδρευμένος; Δεκαοκτώ, λέγει ο παπάς. Τοτε λέγει ο Δεσπότης: Δια δεκαοκτώ χρόνους έχεις 20 παιδία; Εσύ πρέπει να καθαιρεθής. Λεγει του ο παπάς: Να εξομολογηθώ, Δεσπότη μου, και αν το εύρης εύλογον, ας γίνη ο ορισμός του Θεού. Ήρχισεν ο παπάς και λέγει: Εγώ, Δεσπότη μου, έμαθα γράμματα Ελληνικά, έγινα δεκαοκτώ χρονών αναγνώστης, εικοσιπέντε διάκονος και τριάκοντα ιερεύς χωρίς να δώσω καν ένα άσπρο. Κατά τούς θείους νόμους υπανδρεύτηκα. Πρώτον εξωμολογηθήκαμε με την παπαδιά μου, επήγαμεν εις την εκκλησίαν και εστεφανωθήκαμεν, έπειτα εκοινωνήσαμε τα Άχραντα Μυστήρια και μετά τρεις ημέρας εσμίξαμεν. Και ωσάν εγκαστρώθη, εχωρίσαμεν έως οπού εγέννησεν. Εσαράντισε, και τότε πάλιν εσμίξαμεν, και πάλιν εχωρήσαμεν, και με τέτοιον τρόπον εκάμαμε είκοσι τέκνα, πανιερώτατε. Λεγει ο Δεσπότης: Συγχωρημένος και ευλογημένος να είσαι· να κάμης πενήντα και εκατόν τέκνα. Έτσι ο ευλογημένος Ιωάννης έμαθε τα τέκνα του γράμματα, τα επαίδευσε με νουθεσίας καλάς, και επέρασεν εδώ καλά και επήγεν εις τον παράδεισον. Αυτός έκαμε τα τριάκοντα. Θελεις και συ, αδελφέ μου, να κάμης τα τριάκοντα; Μιμήσου τον παπά Ιωάννην τώρα οπού έχεις καιρόν (34). Αυτή είνε η εξήγησις της παραβολής. Οδός είνε οι Εβραίοι, οι οποίοι είνε δια την κόλασιν. Πετρα είνε οι ασεβείς. Και καλή γη είνε οι ευσεβείς και ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι σώζονται. Αλλά πως σώζονται; Ο καθένας καθώς έπραξεν· αν δηλαδή έκαμε καλά, πηγαίνει εις τον παράδεισον· αν κακά, πηγαίνει εις την κόλασιν. |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου