26 Φεβ 2011

Για χάρη της Αγάπης, θυσιάζουμε ακόμα και τα Δικαιώματά μας.








Για χάρη της Αγάπης θυσιάζουμε
ακόμα και τα Δικαιώματά μας
του Αρχιμανδρίτου π. Αμβροσίου Γκουρβέλου


Α­δελ­φοί μου,
Βρι­σκό­μα­στε σή­με­ρα στην Κυ­ρια­κή τής Α­πό­κρε­ω και στην έ­ναρ­ξη τής τρί­της εβδο­μά­δος τού Τριω­δί­ου. Η τρί­τη Κυ­ρια­κή τού Τριω­δί­ου λαμ­βά­νει την ο­νο­μα­σία της α­πό την ε­ντο­λή τής Εκ­κλη­σί­ας μας, να στα­μα­τή­σου­με α­πό αύ­ριο να τρώ­με κρέ­ας, ώ­στε με την λευ­κή νη­στεί­α τής ε­βδο­μά­δος αυ­τής, τής Τυ­ρι­νής ό­πως την ο­νο­μά­ζου­με, να ει­σέλ­θου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι στην αυ­στη­ρή νηστεί­α τής Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στής.




Οι Ά­γιοι Πα­τέ­ρες ό­ρι­σαν ε­πί­σης την ε­βδο­μά­δα αυ­τή να θυ­μό­μα­στε το γε­γο­νός τής ε­ξώ­σε­ως των Πρω­το­πλά­στων α­πό τον Πα­ρά­δει­σο. Ο Α­δάμ και η Εύ­α έ­χα­σαν τον Πα­ρά­δει­σο λό­γω τής πα­ρα­βά­σε­ως τής ε­ντο­λής τού Θε­ού, να μη γευ­θούν έ­να μόνο εκ των πολ­λών καρ­πών που ά­φθο­να τούς προ­σφέ­ρο­νταν στην Ε­δέμ. Και ε­μείς κα­λού­μα­στε να γευ­θού­με α­πό ό­λα τα α­γα­θά πλην ε­νός.
Ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος στο ση­με­ρι­νό α­πο­στο­λι­κό α­νά­γνω­σμα α­να­φέ­ρε­ται στο θέμα τής νη­στεί­ας των τρο­φών λέ­γο­ντας ό­τι: «Βρώ­μα (δε) η­μάς ου πα­ρί­στη­σι τω Θε­ώ: ού­τε γαρ ε­άν φά­γω­μεν πε­ρισ­σεύ­ο­μεν, ού­τε ε­άν μη φά­γω­μεν υ­στε­ρού­με­θα». Δη­λα­δή ό­τι τη θέ­ση μας μπρο­στά στο Θε­ό δεν την κα­θο­ρί­ζει α­πό μό­νο του καί μόνον κά­ποιο φα­γη­τό, για­τί ού­τε με το να φά­με κερ­δί­ζου­με πνευ­μα­τι­κά τί­πο­τε ού­τε με το να μη φά­με χά­νου­με». Τα πα­ρα­πά­νω ει­πώ­θη­καν α­πό τον Α­πό­στο­λο Παύλο σε σχέ­ση με το πρό­βλη­μα των ει­δω­λο­θύ­των, των τρο­φών, συ­νή­θως κρε­ά­των, που προ­έρ­χο­νταν α­πό θυ­σί­ες στα εί­δω­λα και ει­δι­κό­τε­ρα ως α­πά­ντη­ση στο ε­ρώ­τημα πού α­πα­σχο­λού­σε και σκαν­δά­λι­ζε πολ­λούς α­πό τούς τό­τε χρι­στια­νούς, αν δη­λα­δή έ­πρε­πε να τρώ­γο­νται ή ό­χι τα ει­δω­λό­θυ­τα. Ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος μέ­σα από το πνεύ­μα τής εν Χρι­στώ ε­λευ­θε­ρί­ας το­νί­ζει, ό­τι για το Θε­ό αυ­τό δεν α­ποτε­λεί πρό­βλη­μα.

Ό­μως στην συ­νέ­χεια υ­πο­γραμ­μί­ζει, ό­τι αυ­τή η ε­λευ­θε­ρί­α, ό­σων έ­χουν πλη­σιάσει πιο πο­λύ τον Χρι­στό, ό­σων έ­χουν προ­σεγ­γί­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο το νό­η­μα των θεί­ων ε­ντο­λών δεν πρέ­πει να γί­νε­ται πρό­σκομ­μα και σκαν­δα­λι­σμός για ό­σους εί­ναι πνευ­μα­τι­κά α­νώ­ρι­μοι. Ση­μειώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «βλέ­πε­τε δε μή­πως η ε­ξου­σί­α υ­μών αύ­τη πρό­σκομ­μα γέ­νη­ται τοις α­σθε­νού­σιν. ε­άν γαρ τις ί­δη σε, τον έ­χο­ντα γνώ­σιν, εν ει­δω­λεί­ω κα­τα­κεί­με­νον, ου­χί η συ­νεί­δη­σις αυ­τού ασθε­νούς ό­ντος οι­κο­δο­μη­θή­σε­ται εις το τα ει­δω­λό­θυ­τα ε­σθί­ειν; και α­πο­λεί­ται ο α­σθε­νών α­δελ­φός ε­πί τη ση γνώ­σει, δι’ όν Χρι­στός α­πέ­θα­νεν. Ού­τω δε α­μαρτά­νο­ντες εις τούς α­δελ­φούς και τύ­πτο­ντες αυ­τών την συ­νεί­δη­σιν α­σθε­νούσαν εις Χρι­στόν α­μαρ­τά­νε­τε. διό­περ ει βρώ­μα σκαν­δα­λί­ζει τον α­δελ­φόν μου, ου μη φά­γω κρέ­ας εις τον αιώ­να, ί­να μή τον α­δελ­φόν μου σκαν­δα­λί­σω». «Προ­σέχε­τε μό­νο, μή­πως το νό­μι­μο αυ­τό δι­καί­ω­μά σας γί­νει ε­μπό­διο σ’ ε­κεί­νους που εί­ναι α­δύ­να­τοι στην πί­στη. Για­τί, αν έ­νας, ο ο­ποί­ος εί­ναι α­δύ­να­τος, ι­δεί εσέ­να, που έ­χεις τη γνώ­ση αυ­τή, να συμ­με­τέ­χεις σε τρα­πέ­ζι ει­δω­λο­λα­τρι­κού να­ού, η συ­νεί­δη­σή του, α­φού αυ­τός εί­ναι α­δύ­να­τος, δε θα πα­ρα­συρ­θεί α­πό το παρά­δειγ­μά σου και θα πα­ρα­κι­νη­θεί να φά­ει με λα­θε­μέ­νη – λα­τρευ­τι­κή α­ντί­ληψη το κρέ­ας των ζώ­ων πού έ­χουν προ­σφερ­θεί θυ­σί­α στα εί­δω­λα; Kι έ­τσι, ε­ξαι­τίας τής κα­κής χρή­σης τής δι­κής σου γνώ­σης, θα χα­θεί ο α­δύ­να­τος α­δελ­φός, για τον ο­ποί­ο ο Xρι­στός πέ­θα­νε. Α­μαρ­τά­νο­ντας ό­μως έ­τσι έ­να­ντι των α­δελ­φών και προ­ξε­νώ­ντας τραύ­μα­τα στην συ­νεί­δη­σή τους, πού εί­ναι α­δύ­να­τη, έ­να­ντι τού Xρι­στού α­μαρ­τά­νε­τε. Γι’ αυ­τό, λοι­πόν, αν κά­ποιο φα­γη­τό γί­νε­ται αι­τί­α να σκο­ντά­ψει σε θέ­μα­τα τής πί­στης ο α­δελ­φός μου, τό­τε, ό­χι, δε θα φά­ω κρέ­ας πο­τέ, για να μην σκαν­δα­λί­σω τον α­δελ­φό μου». 


Α­δελ­φοί μου, θα ή­θε­λα να ε­στιά­σου­με σε δύ­ο ση­μεί­α:

1. Στην πνευ­μα­τι­κή ζω­ή υ­πάρ­χει η έν­νοια τής θυ­σί­ας τού δι­καιώ­μα­τος. Έχου­με δι­καιώ­μα­τα αλ­λά τα θυ­σιά­ζου­με για χά­ρη τής α­γά­πης. Στην ε­πο­χή μας όλοι μι­λούν για δι­καιώ­μα­τα, μά­χο­νται γι’ αυ­τά και ι­διαί­τε­ρα ό­ταν τούς εγγί­ζουν. Ταυ­το­χρό­νως η φι­λαυ­τί­α και ο ε­γω­ϊ­σμός θριαμ­βεύ­ουν στην κοι­νω­νί­α μας. Τα δι­κα­στή­ρια δεν προ­φθά­νουν να εκ­δι­κά­ζουν μη­νύ­σεις και πρά­ξεις α­ντεκ­δί­κη­σης. Η α­πο­μό­νω­ση, η ε­πι­θε­τι­κό­τη­τα, η α­δια­φο­ρί­α για τον πλη­σί­ον, α­κόμη και για τον φί­λο ή για τον συγ­γε­νή αυ­ξά­νουν δρα­μα­τι­κά. Και συ δεν τολ­μάς, να πεις κά­τι. Η α­πά­ντη­ση εί­ναι έ­τοι­μη: «Εί­ναι δι­καί­ω­μα μου, δεν έ­χω κι ε­γώ δι­καιώ­μα­τα;»
Ό­σο πιο πνευ­μα­τι­κά ζει ο άν­θρω­πος, ό­σο προ­σπα­θεί να μι­μη­θεί τον Θε­άν­θρωπο Χρι­στό, τό­σο ε­κού­σια πε­ριο­ρί­ζει τα δι­καιώ­μα­τά του και ταυ­τό­χρο­να αυ­ξάνει τις υ­πο­χρε­ώ­σεις του. Φθά­νει κά­ποια στιγ­μή να θυ­σιά­ζει τα πά­ντα για την α­γά­πη. Τέ­τοιοι άν­θρω­ποι θυ­σί­ας στε­ρέ­ω­σαν οι­κο­γέ­νειες, ε­δραί­ω­σαν Εκ­κλησί­ες, ε­λευ­θέ­ρω­σαν πα­τρί­δες, ευερ­γέ­τη­σαν πο­λυ­ποί­κι­λα καί ποι­κι­λό­τρο­πα την αν­θρω­πό­τη­τα.
2. Το δεύ­τε­ρο ση­μεί­ο που ή­θε­λα να δού­με εί­ναι, ό­τι ο­φεί­λου­με ως μέ­λη τής Εκ­κλη­σί­ας να ε­ξε­τά­ζου­με την συ­μπε­ρι­φο­ρά μας έ­να­ντι των συ­ναν­θρώ­πων μας καί ι­διαί­τε­ρα ό­σων λό­γω α­σθε­νούς συ­νεί­δη­σης ή έ­στω και ε­γω­ϊ­στι­κής προσω­πι­κό­τη­τας ή λαν­θα­σμέ­νης ει­κό­νος πε­ρί των θε­μά­των πί­στης και ή­θους, δυστυ­χώς σκαν­δα­λί­ζο­νται. Για ό­ποιον προ­κα­λεί σκάν­δα­λο ο Χρι­στός ο­μι­λεί με πο­λύ σκλη­ρά λό­για. «Ουαί (α­λί­μο­νο) στον άν­θρω­πο δι’ ου το σκάν­δα­λον έρ­χε­ται». Διό­τι το σκάν­δα­λο τα­λαι­πω­ρεί την Εκ­κλη­σί­α και χά­νο­νται ψυ­χές υ­πέρ ων Χρι­στός α­πέ­θα­νε. Πολ­λοί εξ η­μών σκαν­δα­λί­ζου­με με πολ­λούς τρό­πους. Εί­τε με τα λό­για μας, εί­τε με την ζω­ή μας, εί­τε με την εμ­φά­νι­σή μας, εί­τε με τη δειλί­α μας, εί­τε με την υ­πο­κρι­σί­α μας, εί­τε με την αρ­νη­τι­κή πα­ρου­σί­α μας, εί­τε με την έ­νο­χη α­που­σί­α μας και με τό­σα άλ­λα. Δυ­στυ­χώς δε δί­νου­με ση­μα­σί­α. Δεν το θε­ω­ρού­με α­μαρ­τί­α. Δεν το ε­ξο­μο­λο­γού­μα­στε καν, ού­τε με­τα­νο­ού­με γι’ αυτό. Και αν κά­ποιος μάς πα­ρα­τη­ρή­σει, ε­πιρ­ρί­πτου­με την ευ­θύ­νη στην α­νω­ρι­μότη­τα των άλ­λων. Ό­μως αλ­λιώς μάς δια­μη­νύ­ει σή­με­ρα στην πε­ρι­κο­πή ο Α­πό­στολος Παύ­λος. Αλ­λά και η πα­ρα­βο­λή τής μελ­λού­σης Κρί­σε­ως, πού δια­βά­σα­με σή­μερα, μάς υ­πο­γραμ­μί­ζει ό­τι θα κρι­θού­με με μέ­τρο την προς τον πλη­σί­ον α­γά­πη.
Χω­ρίς να φθά­σου­με στο ά­κρο τής υ­πε­ρευαι­σθη­σί­ας, που ο­δη­γεί σε πνευ­μα­τι­κή α­πρα­ξί­α με το αγ­χώ­δες δί­λημ­μα «μη κά­νου­με αυ­τό ή το άλ­λο, μή­πως και μή­πως...», σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση ο­φεί­λου­με νά βα­δί­σου­με με διά­κρι­ση και με α­γά­πη.

Α­δελ­φοί μου,

Στις η­μέ­ρες κυ­ριαρ­χούν τό­σο ο υ­περ­το­νι­σμός τών δι­καιω­μά­των ό­σο και η προβο­λή υ­παρ­κτών ή α­νυ­πάρ­κτων σκαν­δά­λων. Και τα δύ­ο εί­ναι εκ­φρά­σεις τής ουσί­ας ό­λων των α­μαρ­τιών, τής βά­σης τού προ­πα­το­ρι­κού α­μαρ­τή­μα­τος, που εί­ναι ο ε­γω­ϊ­σμός. Ου­σια­στι­κά ζω χω­ρίς Θε­ό μό­νο για τον ε­αυ­τό μου. Η νη­στεί­α τού κρέ­α­τος που την ε­βδο­μά­δα αυ­τή συ­νι­στά­ται και κα­λό εί­ναι να την τη­ρή­σου­με, ας α­πο­τε­λέ­σει μί­α υ­πό­μνη­ση με­τα­νοί­ας και αλ­λα­γής τρό­που ζω­ής. Να σκε­φθούμε αυ­τά τα δύ­ο ση­μεί­α που προ­βάλ­λο­νται στο ση­με­ρι­νό α­πο­στο­λι­κό α­νά­γνω­σμα και να κα­τα­νο­ή­σου­με πό­σο θα βο­η­θή­σουν την ζω­ή μας. Ας μά­θου­με να θυ­σιά­ζου­με δι­καιώ­μα­τα, ας α­να­λαμ­βά­νου­με υ­πο­χρε­ώ­σεις, ας προ­σέ­χου­με και ας προ­λαμβά­νου­με τα ποι­κί­λα σκάν­δα­λα. Ας ζή­σου­με για τον Χρι­στό και για τούς άλ­λους, το­πο­θε­τώ­ντας τους στην πρώ­τη θέ­ση τής ύ­παρ­ξής μας. Και τό­τε θα κα­τα­λάβου­με, ό­τι ζού­με αυ­θε­ντι­κά και τη δι­κή μας ζω­ή.  Α­μήν.






20 Φεβ 2011

Ο ΕΥΣΠΛΑΧΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ




Ο ΕΥΣΠΛΑΧΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ


     Πώς θα μετανοήσει κανείς? Πώς θ’ αρχίσει?
Χρειάζεται να ξαποστάσει κατ΄αρχάς, να ξελαχανιάσει από το καθημερινό τρεχαλητό, το κυνηγητό της ηδονής, να στραφεί προς τα μέσα του, να κινηθεί από τη συνεχή ετεροπαρατήρηση στην αυτοπαρατήρηση, από το κουτσομπολιό των πάντων στη συνομιλία με τον άγνωστο εαυτό του. Να σκύψει λίγο μέσα του, να σκάψει εντός του, να δει τις δυνάμεις, τις δυνατότητες, τα όρια, τις αντοχές, τα δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αυστηρός αυτοέλεγχος, επιείκεια και κατανόηση των άλλων. Να βρούμε τα ποσοστά της προσωπικής μας ευθύνης. Να μη τα ρίχνουμε εύκολα και γρήγορα πάντα μόνο στους άλλους. Απλά και ειλικρινά, τίμια και δίκαια πρέπει κι αξίζει να οδηγηθεί ο εαυτός μας, που συνηθίζει να ξεγλυστράει σαν χέλι, να παραδεχθεί την αμαρτωλότητά του. Να θελήσει γενναία, ηρωικά και παληκαρίσια ν΄αναχωρήσει ανεπίστροφα από την αμαρτία. Να μην επωάζει πιά μνήμες και φιλεπίστροφους λογισμούς στα πρότερα, τ΄άχαρα, τ΄αμαρτωλά, τ΄ανέντιμα της προηγούμενης ζωής.
     Όλ΄αυτά φυσικά γίνονται ελεύθερα και αυτοπροαίρετα και δεν υπάρχει κανένα νόημα σε κανενός είδους εξαναγκασμό. Ποτέ δεν επιτρέπεται να εκβιάσουμε κάποιον να εξομολογηθεί. Η εξομολόγηση εμπνέεται και είναι ιερό μυστήριο και πράξη ελευθερίας. Προηγείται της μετάνοιας η επίγνωση της αμαρτίας, η συνειδητοποίηση της αμαρτωλότητος. Ακολουθεί η λύπη για την αμαρτία. Έπεται η εξομολόγηση, με καρδιά συντετριμμένη και πνεύμα τεταπεινωμένο, δέηση για συγχώρεση και άφεση και απόφαση υποσχετική για μόνιμη αποχή από το κακό. Ελεύθερα και αυτόβουλα επιλέγει ο αμαρτωλός τη μετάνοια και πλουτίζει από τ΄αγαθά της ειρήνης. Πάντα ιδιαίτερα με προβληματίζει ο λόγος  ενός σύγχρονου, σοφού κι ενάρετου Αγιορείτου: Πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν!
...........................................................
     Η μετάνοια θα πρέπει να υπάρξει σε αυτή τη ζωή. «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας». Η αναβλητικότητα είναι ένα από τα πιό πονηρά παιχνίδια του δαίμονα. Ο Γέροντας Τύχων ο Ρώσος ο Αγιορείτης έλεγε πολύ χαριτωμένα: Η κόλαση είναι καλά στρωμένη από «θα» ! Κατοικείται από ανθρώπους καλών προθέσεων και ωραίων, μακρυνών σχεδίων. Η μετάνοια επαναφέρει, επανορθώνει, ανορθώνει. Αν επιτρέπεται, όλα επιτρέπονται εκτός από την απελπισία. Ο δαίμονας επισταμένα εργάζεται να μας οδηγήσει στην απόγνωση. Αφού συνέχεια πέφτουμε στα ίδια και τα ίδια, ποιός ο λόγος να συνεχίσουμε ν΄αγωνιζόμαστε. Ο θεοφόρος άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει : Καμμία αμαρτία δεν είναι μεγαλύτερη της αγάπης του Θεού. Όλα συγχωρούνται αρκεί ο άνθρωπος έγκαιρα κι έγκυρα να μετανοήσει. Ο μετανοών αμαρτωλός είναι πάντοτε συμπαθής, ο αμετανόητος πεισματάρης και θεληματάρης απομακρύνει τη θεία χάρη και βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
     Οι νηπτικοί πατέρες συνδυάζουν πάντοτε με τη μετάνοια την κατάνυξη, την οποία θεωρούν απαραίτητη όσο τ΄οξυγόνο. Ο άγιος Συμεών συνδυάζει την κατάνυξη με τα θερμά δάκρυα και την αγαθοεργία, διά των οποίων καθαίρεται ο άνθρωπος. Η κατανυκτική προσευχή έχει δάκρυα, αυτά όμως είναι άκοπα, θερμά και γλυκά. Δεν είναι αποτέλεσμα συναισθηματικών καταστάσεων και νοσηρών φαντασιών ενός στραπατσαρισμένου εγισμού και μιάς κακομοίρικης ψευδοαμαρτωλότητος και νόθας μηδαμινότητος. Όσο ο άνθρωπος αμαρτάνει σκληραίνει, πωρώνεται, δεν δακρύζει εύκολα. Όσο ο άνθρωπος μετανοεί, χύνει δάκρυα, σπάει ο πάγος, φανερώνεται η επίσκεψη της θείας χάριτος.
....................................
     Η περίοδος αυτή της αρχής του Τριωδίου είναι γεμάτη από βαθύ νόημα και περιεχόμενο ποιότητας σημαντικής και ουσίας εξαιρετικής. Οδηγεί τον πιστό σε ωφέλιμη περισυλλογή και μετάνοια. Κατάντησε η περίοδος αυτή η κατανυκτική και αγία, χώρα μακρυνή, έρημη από χάρη, που αναζητά τη χαρά στην πρόσκαιρη ηδονή, το ξεφάντωμα και το ξεγέλασμα, τη μασκοφορία και το ξενύχρι, την ασωτεία και την κραιπάλη. Ο άσωτος χοιροβοσκός σιωπηλά διδάσκει παρουσιάζοντας το οικτρό κατάντημά του. Νά τ΄αποτελέσματα της ανταρσίας, της φυγής, του ξενιτεμού, της ζωής δίχως περιορισμούς και φραγμούς.
     Η μετάνοιά του αποδεικνύεται από την άμεση αποφασιστικότητά του και τα λίγα λόγια που ετοίμασε να πει, δίχως αναλύσεις, περιγραφές και δικαολογίες. Λόγια λιγοστά, ειλικρινή, ατόφια, γνήσια κι εγκάρδια. Η καλή εξομολόγηση δεν θέλει φλυαρίες. Αρκεί το αληθινό ήμαρτον. Επιστρέφοντας αντικρύζει θέαμα απρόσμενο κι εξαίσιο. Από μακρυά βλέπει τον πατέρα του στο κατώφλι της εξώθυρας να τον αναμένει. Πού ήξερε ο πατέρας ότι εκείνη την ώρα θα επιστρέψει και τον περίμενε? Μά ΑΠΟ ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟΝ ΑΝΕΜΕΝΕ. Τόση ήταν η αγάπη του.
Λέγουν οι άγιοι πατέρες, η ευαγγελική αυτή περικοπή μόνο αν σωζόταν από όλο το ευαγγέλιο, αρκούσε για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η δε παραβολή δεν θα έπρεπε να λέγεται του άσωτου υιού αλλά του εύσπλαχνου πατέρα.   Η μετάνοια έφερε από μακρυά κοντά τον άσωτο. Ο πατέρας εξέρχεται προς υπάντησή του. Δεν τον αναμένει ελεγκτικά, ακίνητος, αγέρωχος, αυστηρός. Βαδίζει προς το μέρος του. Θέλει να συντομεύσει, έστω και λίγο, όσο γίνεται, την τελευταία απόσταση. Ανοίγει την αγκαλιά του, τον αγκαλιάζει ανεπιφύλακτα, δίχως κανένα παράπονο, όχι απλά τον ασπάζεται, τον κατασπάζεται «και κατεφίλησεν αυτόν». Δεν τον λυπάται με οίκτο, δεν τον δυσκολεύει, δεν του θυμίζει το λάθος του, δεν του λέει πώς κατάντησε, δεν του μιλά για την αλλοίωση του. Αυτή η γενναία αρχοντιά του πατέρα είναι απαράμιλλη, ακαταγώνιστη, συνταρακτική, μοναδική και συναρπαστική.   
     ...............................................
Για κάθε άσωτο υπάρχει μετάνοια και σωτηρία. Ο ουράνιος πατέρας πάντα αναμένει. Δεν κουράζεται να περιμένει. Δίνει πολλές ευκαιρίες γι΄αυτή τη σωτήρια επιστροφή. Ο Θεός θέλει όλους τους ανθρώπους να τους σώσει και να έλθουν σε επίγνωση. Δεν υπάρχει καμία αμαρτία που να μη συγχωρεί ο Θεός όσο μεγάλη κι αν είναι.


Αποσπάσματα από του μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου «Ο όσιος τελώνης και ο άγιος άσωτος»

Δοξαστικόν Αίνων Κυριακής του Ασώτου

Δοξαστικόν Αίνων Κυριακής του Ασώτου




Η παραβολή του ασώτου υιού (με ελληνικούς υπότιτλους)


Η παραβολή του ασώτου υιού -ελλην. υπότιτλοι-




Η Μετάνοια κατά τον Αγ. Ιωάννη της Κλίμακος


Η Μετάνοια κατά τον Αγ. Ιωάννη της Κλίμακος









 

* Ανανέωσις του βαπτίσματος.

* Συμφωνία με τον Θεό για νέα   ζωή.

* Οριστική αποχή από την αμαρτία.

* Βαθιά συντριβή και ταπείνωσις.
*Μόνιμη απομάκρυνσις από κάθε σωματική απόλαυση.

*Διαρκής αυτoκατάκρισις.

*Αδιαφορία για τα πάντα και ενδιαφέρον μόνο για τη σωτηρία της ψυχής σου.

















* Έργα αρετής αντίθετα προς τις προηγούμενες αμαρτίες.

* Κάθαρσις της σκoτισμένης συνειδήσεως.

* Θεληματική υπομονή όλων των θλίψεων, από ανθρώπους και από δαίμονες.

* Αυτοτιμωρίες και συνεχείς ταλαιπωρίες της σάρκας.

* Κάψιμο των αμαρτιών με τη φωτιά της αδιάλειπτης δακρύρροης προσευχής.

13 Φεβ 2011

Ο λύκος της ψυχής μου τραγουδάει...


Ο λύκος της ψυχής μου




Ο μοναχός και ο λύκος


ΠΡΟΣΩΠΑ...




Μη μου μιλάς........ να’ ξερες τί μου ζητάς.......









κατάθεση ΨΥΧΗΣ.....



Η μέλλουσα ζωή



 

Η μέλλουσα ζωή


- Γέροντα, γιατί το σώμα του νεκρού λέγεται «λείψανο»;
- Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο. Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό. Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήση ο Θεός και το σώμα, για να κριθή με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε.

Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα – πνευματικό σώμα -, το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψηλοί, την ίδια ηλικία, και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια. Θα υπάρχη δηλαδή μια αγγελική ηλικία.

- Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλαση θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στον Παράδεισο;
- Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκωνται στην κόλαση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο. Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως, δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκωνται στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση. Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο, αλλά εκεί «ουκ έστι πόνος...».
Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν, αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό ή πατέρα ή μητέρα, αν δεν είναι κι εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού» λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα, τους θυμούνται, πως θα είναι Παράδεισος;
Αυτοί μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο, θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους, δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό. Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παράδεισο θα είναι διαφορετική. Άλλος θα έχη μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξαμενή. Όλοι όμως θα αισθάνωνται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρη το μέγεθος της χαράς, της αγαλλιάσεως, του άλλου.
Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί, αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά, δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος να έχη περισσότερη χαρά και εγώ λιγώτερη;». Δηλαδή καθένας θα βλέπη στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθή από τον Θεό, αλλά θα εξαρτηθή από την δική του καθαρότητα.

Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος.
- Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος; Πως είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές;
Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος.
Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση.
Ύστερα τον Παράδεισο και την κόλαση τα ζη η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχη τύψεις συνειδήσεως και νιώθη φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, ή είναι κυριευμένος από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζη την κόλαση.
Ενώ, όταν μέσα του υπάρχη αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλωσύνη κ.λπ., τότε ζη τον Παράδεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο.
Να, πήγαινε σε έναν πεθαμένο και πες του τα πιο ευχάριστα πράγματα λ.χ. «ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβη τίποτε. Αν του σπάσης τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβη. Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται.
Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν;

Ή, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και δεν θέλεις να τελειώση. Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες.

Ή βλέπεις ένα άσχημο όνειρο, ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαις. Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε, και λες: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή.
Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγματικότητα, όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ’ ό,τι την ημέρα. Έτσι και όταν πεθάνη ο άνθρωπος, αν πάη στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό. Σκεφθήτε να ζη κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια! Εδώ δεν μπορείς να αντέξης για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο, άντε τώρα αιώνια – Θεός φυλάξοι – να είσαι μέσα στην θλίψη. Γι’ αυτό καλύτερα να μην πάμε στην κόλαση. Εσείς τι λέτε; - Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση· λέτε, εκεί να καταλήξουμε; - Αν δεν έχουμε μυαλό, εκεί θα πάμε. Εγώ εύχομαι ή όλοι στον Παράδεισο ή κανένας στην κόλαση... Καλά δεν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση. Ο Καλός Θεός ας μας δώση καλή μετάνοια, για να μας βρη ο θάνατος σε καλή πνευματική κατάσταση και να αποκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν.

Γέρων Παΐσιος «Η ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗ»