25 Οκτ 2009

Κυριακή ΣΤ’ Λουκά

Image and video hosting by TinyPic

Κυριακή ΣΤ’ Λουκά, 25 Οκτωβρίου 2009
Λουκ. η’ 26-39

26 Κα κατέπλευσεν ες τν χώραν τν Γαδαρηνν, τις στν ντίπερα τς Γαλιλαίας.
27
ξελθόντι δ ατ π τν γν πήντησεν ατ νήρ τις κ τς πόλεως, ς εχε δαιμόνια κ χρόνων κανν, κα μάτιον οκ νεδιδύσκετο κα ν οκί οκ μενεν, λλ᾿ ν τος μνήμασιν.
28
δν δ τν ησον κα νακράξας προσέπεσεν ατ κα φων μεγάλ επε· τί μο κα σοί, ησο, υἱὲ το Θεο το ψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσς.
29 παρήγγειλε γ
ρ τ πνεύματι τ καθάρτ ξελθεν π το νθρώπου. πολλος γρ χρόνοις συνηρπάκει ατόν, κα δεσμετο λύσεσι κα πέδαις φυλασσόμενος, κα διαρρήσσων τ δεσμ λαύνετο π το δαίμονος ες τς ρήμους.
30
πηρώτησε δ ατν ησος λέγων· τί σοί στιν νομα; δ επε· λεγεών· τι δαιμόνια πολλ εσλθεν ες ατόν·
31 κα
παρεκάλει ατν να μ πιτάξ ατος ες τν βυσσον πελθεν.
32
ν δ κε γέλη χοίρων κανν βοσκομένων ν τ ρει· κα παρεκάλουν ατν να πιτρέψ ατος ες κείνους εσελθεν· κα πέτρεψεν ατος.
33
ξελθόντα δ τ δαιμόνια π το νθρώπου εσλθον ες τος χοίρους, κα ρμησεν γέλη κατ το κρημνο ες τν λίμνην κα πεπνίγη.
34 δόντες δ ο βόσκοντες τ γεγενημένον φυγον, κα πήγγειλαν ες τν πόλιν κα ες τος γρούς.
35
ξλθον δ δεν τ γεγονός, κα λθον πρς τν ησον κα ερον καθήμενον τν νθρωπον, φ᾿ ο τ δαιμόνια ξεληλύθει, ματισμένον κα σωφρονοντα παρ τος πόδας το ησο, κα φοβήθησαν.
36
πήγγειλαν δ ατος ο δόντες πς σώθη δαιμονισθείς.
37 κα
ρώτησαν ατν παν τ πλθος τς περιχώρου τν Γαδαρηνν πελθεν π᾿ ατν, τι φόβ μεγάλ συνείχοντο· ατς δ μβς ες τ πλοον πέστρεψεν.
38
δέετο δ ατο νήρ, φ᾿ ο ξεληλύθει τ δαιμόνια, εναι σν ατ· πέλυσε δ ατν ησος λέγων·
39
πόστρεφε ες τν οκόν σου κα διηγο σα ποίησέ σοι Θεός. κα πλθε καθ᾿ λην τν πόλιν κηρύσσων σα ποίησεν ατ ησος.




Image and video hosting by TinyPic

Η διάκριση μεταξύ ψυχασθενούς και δαιμονιζομένου

Απόσπασμα από το έντυπο «Ορθοδοξία και αίρεσις»

της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας,

τεύχ. 63, Ιουλ. – Αυγ. 2009

Επειδή τα συμπτώματα του δαιμονιζομένου μοιάζουν πολύ με αυτά του ψυχασθενούς, η διάκριση των δύο καταστάσεων είναι εξαιρετικά δύσκολη για όσους δεν διαθέτουν Ορθόδοξα κριτήρια και θεωρούν συνήθως όλες αυτές τις περιπτώσεις ως περιπτώσεις ψυχασθενείας. Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, που χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης.

Η αντιμετώπιση του ψυχασθενούς ανήκει στην αρμοδιότητα της ψυχιατρικής επιστήμης και του ψυχιάτρου, ενώ η αντιμετώπιση του δαιμονιζομένου ανήκει στην αρμοδιότητα της Εκκλησίας και του κατάλληλου Πνευματικού (Εξομολόγου).
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιεί η επιστήμη είναι εντελώς διαφορετικά απ’ αυτά που χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Εκκλησία.

Σε γενικές γραμμές το κριτήριο με το οποίο εντοπίζει τη νόσο η ψυχιατρική επιστήμη είναι το εξής: ό,τι παρεκκλίνει από τον μέσο όρο της ανθρώπινης συμεριφοράς, θωρείται ψυχοπαθολογική κατάσταση, δηλ. νόσος, που χρήζει θεραπείας μέσω των μεθόδων της ψυχιατρικής.

Μ’ αυτό το κριτήριο, όμως, ψυχασθενής θα θεωρηθεί και ο Άγιος της Εκκλησίας, γιατί ο τρόπος ζωής του δεν μοιάζει καθόλου με τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς του μέσου ανθρώπου (δεν είναι π.χ. εντελώς «παράλογη» η στάση των αγίων Μαρτύρων μπροστά στο μαρτύριο, αν κριθεί με τα κριτήρια της λογικής και της επιστήμης;).

Εφαρμόζοντας, λοιπόν, το παραπάνω κριτήριο στην περίπτωση των δαιμονιζομένων, η ψυχιατρική εντοπίζει μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, δηλ. μια ψυχική νόσο.

Η ψυχιατρική δεν μπορεί να ανακαλύψει την έσχατη αιτία αυτής της συμπεριφοράς, γιατί η ύπαρξη του διαβόλου δεν αποδεικνύεται επιστημονικά. Τα όριά της φτάνουν μέχρι αυτού του σημείου, αφού ο διάβολος βρίσκεται έξω από το πεδίο της επιστήμης. Η ψυχιατρική επιστήμη, λοιπόν, δεν μπορεί (ως επιστήμη) να αναχθεί στη διάκριση μεταξύ ψυχασθενούς και δαιμονιζομένου.

Το πολύ πολύ μπορεί να ομιλεί για περιπτώσεις που δεν έχουν ακόμη ερμηνευθεί επιστημονικά η που δεν γνωρίζουμε την αιτία τους. Τα παραπάνω, όμως, σημαίνουν ότι η ψυχιατρική λειτουργεί με μια ελλιπή και αποσπασματική εικόνα της πραγματικότητος, η οποία την απομακρύνει από την αλήθεια και την καθιστά μέθοδο επιζήμια σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. όταν επιχειρεί να «θεραπεύσει» περιπτώσεις δαιμονιζομένων, θεωρώντας τες ως περιπτώσεις ψυχασθενών και ως φυσικό αντικείμενό της).
Η Ορθόδοξη Παράδοση, αντίθετα, έχει πιο ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητος, αφού διαθέτει ικανά κριτήρια διακρίσεως μεταξύ ψυχασθενούς και δαιμονιζομένου. Έτσι μπορεί να παραπέμπει τις περιπτώσεις των ψυχασθενών στον ψυχίατρο και τις περιπτώσεις των δαιμονιζομένων στους δικούς της λειτουργούς, που εφαρμόζουν τα δικά της μέσα θεραπείας. Η Ορθόδοξη Παράδοση δεν αρνείται την αξία και τη χρησιμότητα της ψυχιατρικής. Δεν τη θεωρεί, όμως, αρμόδια για όλες τις περιπτώσεις, που εμφανίζονται ως περιπτώσεις ψυχασθενείας, και έχει επιφυλάξεις για κάποιες προϋποθέσεις της.
Ποια είναι τα κριτήρια, που χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Παράδοση; Ήδη στα ιερά Ευαγγέλια μπορούμε να διακρίνουμε κάποια χαρακτηριστικά των δαιμονιζομένων, που θεράπευσε ο Κύριος. Ορισμένα απ’ αυτά είναι ταυτοχρόνως και κριτήρια διακρίσεως μεταξύ ψυχασθενούς και δαιμονιζομένου.

Ας δούμε, όμως, τα χαρακτηριστικά των σχετικών ευαγγελικών διηγήσεων, συμπληρωμένα με κάποια άλλα, γνωστά από την Ορθόδοξη Παράδοση:

α) Ο δαιμονισμός κατά κανόνα δεν είναι μόνιμη και ενιαία κατάσταση, αλλά προσωρινή και κατά διαστήματα κατάληψη από δαιμονικό πνεύμα, μετά την οποία ο δαιμονιζόμενος συμπεριφέρεται εντελώς φυσιολογικά: «όπου αν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού, και ξηραίνεται» (Μαρκ. 9,18). Ο ψυχασθενής έχει ενδεχομένως παρόμοιες εξάρσεις, όμως δεν επανέρχεται τόσο εύκολα στη φυσιολογική κατάσταση, παρά μόνο με τη βοήθεια φαρμάκων. Αλλά και τότε η συμπεριφορά του συνήθως δεν είναι εντελώς φυσιολογική. Ίσως κάποιος θα αντέτεινε ότι και ο επιληπτικός επανέρχεται εύκολα στη φυσιολογική κατάσταση. Όμως, τα υπόλοιπα συμπτώματα του δαιμονιζομένου, όπως θα δούμε, δεν μοιάζουν καθόλου με αυτά του επιληπτικού.

β) «Ιδών αυτόν (τον Ιησούν) ευθέως το πνεύμα εσπάραξεν αυτόν (τον δαιμονιζόμενον), και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων» (Μαρκ. 9,20). Οι δαιμονιζόμενοι των Ευαγγελίων ενοχλούντο από την παρουσία του Χριστού. Το δαιμονικό πνεύμα γενικά ενοχλείται όταν πλησιάζουν ιερά πράγματα. Και οι δαιμονιζόμενοι ταράζονται κυριολεκτικά όταν πλησιάζουν αντικείμενα, όπως ο τίμιος Σταυρός, οι ιερές εικόνες, τα άγια λείψανα, ο αγιασμός, όταν πλησιάζουν Ιερείς, όταν τους σταυρώνουν Ιερείς η ακόμη και λαϊκοί. Οι ψυχασθενείς, αντίθετα, δεν ενοχλούνται από ιερά αντικείμενα. Ο π. Παίσιος, αγιασμένος Γέροντας της εποχής μας, χρησιμοποιούσε το εξής «τέχνασμα» σε παιδιά, που οι γονείς τους έλεγαν ότι πάσχουν από δαιμόνια: κρατούσε στο ένα του χέρι, έτσι ώστε να μην φαίνεται, μικρό τεμάχιο ιερού λειψάνου. Όταν το πλησίαζε στο παιδί, εκείνο, αν είχε τέτοιο πρόβλημα, αντιδρούσε και φώναζε, όταν όμως πλησίαζε το άλλο χέρι, που δεν κρατούσε τίποτε, δεν εκδήλωνε καμία αντίδραση.

γ) Οι δαιμονιζόμενοι όχι μόνο ενοχλούνται από τα ιερά αντικείμενα, αλλά και ξεσπούν σε ακατανόμαστες ύβρεις και βλασφημίες εναντίον του Θεού, της Θεοτόκου, των Αγίων, των ιερών αντικειμένων, της Εκκλησίας γενικά, των Κληρικών κ.λ.π.

δ) Ο δαιμονιζόμενος γνωρίζει μυστικά και αποκαλύπτει κρυφά αμαρτήματα όσων τον πλησιάζουν. Πολλοί, που έχουν πλησιάσει δαιμονιζομένους (συνήθως από περιέργεια και με έντονες αμφιβολίες) έχουν πάθει κυριολεκτικά ψυχρολουσία, όταν ο δαιμονιζόμενος άρχιζε να τους «βγάζει στη φόρα» αμαρτήματα, που μόνο οι ίδιοι γνώριζαν. Κάτι τέτοιο, που προφανώς δεν συμβαίνει στην περίπτωση των ψυχασθενών, είναι απόλυτα φυσικό για τους δαιμονιζομένους: ο διάβολος γνωρίζει όλα τα παρελθόντα και τα παρόντα περιστατικά. Γνωρίζει επίσης πολύ καλά τα αμαρτήματα καθενός, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ο υποκινητής αυτών των αμαρτημάτων. Και τα αποκαλύπτει, προκειμένου να προσβάλλει και να εκθέσει τον αμαρτάνοντα.

ε) Ο ψυχασθενής, παρά τις ενδεχόμενες εξάρσεις της συμπεριφοράς, διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητός του. Ο δαιμονιζόμενος, όμως, δεν τα διατηρεί. Μεταβάλλεται συνήθως η όψη του, μεταβάλλεται εντελώς η φωνή του (π.χ. από γυναικεία γίνεται ανδρική και το αντίστροφο), «γυρίζουν» τα μάτια του, μιμείται ζώα κ.α. Γενικά ο δαιμονιζόμενος είναι θέαμα φοβερό. Οι δαιμονιζόμενοι των Ευαγγελίων ήσαν «χαλεποί λίαν» (Ματθ. 8,28), προκαλώντας τον τρόμο στους διερχομένους.


στ) Οι δαιμονιζόμενοι αποκτούν υπερβολική σωματική δύναμη. Τον δαιμονιζόμενο των Γαδαρηνών τον έδεναν «πέδαις και αλύσεσι», όμως έσπαγε τις αλυσίδες, συνέτριβε τα σιδηρά δεσμά «και ουδείς ίσχυεν αυτόν δαμάσαι» (Μάρκ. 5,4). Στους ψυχασθενείς μόνο εν μέρει συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κανείς δεν αποκτά τέτοια δύναμη, ώστε να σπάει αλυσίδες! Ας δούμε, όμως, και κάποια άλλα χαρακτηριστικά, που ενδεχομένως υπάρχουν και σε ψυχασθενείς.

ζ) Ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών «ιμάτιον ουκ ενεδυδίσκετο» (Λουκ. 8,27). Ο διάβολος έχει την τάση να ξεγυμνώνει τον άνθρωπο, όχι μόνο στην περίπτωση των δαιμονιζομένων, αλλά και γενικότερα. Η ροπή προς τη γυμνότητα, που επικρατεί στην εποχή μας, δεν αποτελεί «σημείον» της κυριαρχίας του διαβόλου στον κόσμο;

η) Επίσης, ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών «εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν» (Λουκ. 8,27). Η οικία και το οικογενειακό περιβάλλον δεν είναι καθόλου αγαπητά στον διάβολο, ο οποίος ωθεί σε έξοδο από το σπίτι και επιχειρεί την διάλυση της οικογένειας.

θ) Ο δαιμονιζόμενος έχει τάσεις αυτοκαταστροφής και αυτοκτονίας. Το πνεύμα που κατείχε τον νέο του Ευαγγελίου «πολλάκις αυτόν εις πυρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν» (Μαρκ. 9,22). Αλλά και ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών «ην ... κατακόπτων εαυτόν λίθοις» (Μάρκ. 5,6). Όταν, μάλιστα, θεραπεύτηκε και τα δαιμόνια πήγαν στους χοίρους, «ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν» (Ματθ. 8,32).

Δεν υπάρχουν σχόλια: