Βιαστικά και ανυποψίαστα κατέβαινε το βραχώδη κατήφορο. Από την Ιερουσαλήμ είχε ξεκινήσει και στην Ιεριχώ πήγαινε. Είχε φθάσει στη βαθιά και άγρια κοιλάδα, που ήταν γνωστή ως «κοιλάς αίματος». Εκεί δέχτηκε ξαφνικά την επίθεση. Είχε πέσει σε «καρτέρι» ληστών. Δεν ήταν ένας για να μπορέσει – αν ήταν και τούτο δυνατό – να ξεφύγει ή να αντισταθεί. Ήταν πολλοί οι ληστές που τον περικύκλωσαν: «λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.» Δεν τους έφθανε που του πήραν ότι είχε μαζί του. Του έβγαλαν και τα ενδύματά του. Τα πήραν και αυτά. Και τον χτύπησαν, όπου ο καθένας ήθελε. Όταν πλέον είδαν ότι ήταν τελείως εξαντλημένος από τα χτυπήματα, και από τις ανοιχτές πληγές έτρεχε άφθονο το αίμα, τον άφησαν εκεί πεταμένο στο δρόμο και έφυγαν, για να συνεχίσουν αλλού το ληστρικό τους έργο. Ο άνθρωπος αυτός ζει και δε ζει. Μισοπεθαμένος κείτεται. Δε θα βρεθεί άραγε γι΄ αυτόν κάποιος να τον σπλαχνισθεί; Να του δώσει κάποια βοήθεια; Και να, τι σύμπτωση! Από τον ίδιο κατηφορικό δρόμο περνούσε εκείνη την ώρα ένας ιερέας της Ιουδαϊκής θρησκείας. Όμως τι παράξενο! Περνά βιαστικά και φεύγει. Μη νομίσει κανείς ότι δεν τον είδε. Τον είδε καλά. Αλλά σκέφθηκε τη δική του τη ζωή. Φοβήθηκε μήπως πάθει τα ίδια. Και αφού μάτι ανθρώπου δεν τον έβλεπε, τον εγκατέλειψε άσπλαχνα «καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.» Έπειτα από λίγο, εκεί στο λιμνασμένο από αίματα τόπο, έφθασε ένας δεύτερος οδοιπόρος. Αυτός ήταν Λευΐτης. Είχε έργο του να διακονεί μέσα στο ναό, να βοηθεί στα έργα της λατρείας τους ιερείς… Όμως, και αυτός το ίδιο σκληρός φάνηκε. Πήγε κοντά, τον είδε γυμνό και καταπληγωμένο και … έφυγε! Να, όμως που φτάνει εκεί ένας τρίτος διαβάτης. Αυτός δεν είναι πατριώτης όπως οι προηγούμενοι. Είναι Σαμαρείτης. Και οι Σαμαρείτες, με τους Ιουδαίους δεν βρίσκονται σε αγαθές σχέσεις. Θεωρούνται εχθροί. Όμως τι έκπληξη! Αυτός ακούει το βογγητό του τραυματισμένου και η καρδιά του πονά. Πλησιάζει με συμπόνια. Βλέπει την ελεηνή κατάστασή του και αμέσως σκύβει επάνω του με αγάπη. Ξεκρεμά από το ζώο του το σακούλι με τις προμήθειές του και αρχίζει να περιποιείται τα τραύματά του. Τα πλένει με κρασί. Τα αλείφει με λάδι για να γλυκάνει τους πόνους. Σχίζει λωρίδες από δικά του ενδύματα και τα δένει… Του προσφέρει κάτι τονωτικό. Δε φοβάται μήπως επιτεθούν και σε αυτόν οι ληστές. Δε σκέπτεται την καθυστέρηση… Και ύστερα με κόπο πολύ μεγάλο προσπαθεί να τον σηκώσει και να τον ανεβάσει στο ζώο του, ενώ συνεχώς, καθώς προχωρεί για να τον φέρει σε κάποιο εξοχικό ξενοδοχείο, τον συγκρατεί να μην πέσει. Εκεί τον περιποιήθηκε όλη τη νύχτα. Δε λογάριασε κόπους και αγρυπνία… Και δεν έφθανε αυτό. Όταν το πρωί τον αποχαιρέτησε με αγάπη, έδωσε στον ξενοδόχο χρήματα- δυο δηνάρια- με την εντολή να τον περιποιηθεί, όσο καιρό χρειασθεί. Και αν τα έξοδά του είναι περισσότερα, υπόσχεται ότι θα του τα εξοφλήσει, όταν επιστρέψει από το ταξίδι του. Εδώ ο Κύριος τελείωσε την ωραιότατη διήγηση της παραβολής του «Καλού Σαμαρείτου». Αμέσως κοίταξε τον νομοδιδάσκαλο, που είχε προσπαθήσει λίγο πριν να Τον φέρει σε δύσκολη θέση και είχε ρωτήσει τάχα να μάθει ποιόν μπορεί να θεωρεί ως πλησίον του, και Τον ρωτά: «τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;» -Ποιος από τους τρεις- ο ιερέας ή ο Λευΐτης ή ο Σαμαρείτης- έκανε το προς τον πλησίον καθήκον και έδειξε με την συμπεριφορά του ότι είναι πλησίον και αδελφός εκείνου που έπεσε στους ληστές; Ο νομικός, από διδάσκαλος έγινε εξεταζόμενος, σαν μαθητής. Αναγκάζεται να απαντήσει ότι αποδείχθηκε πλησίον προς τον δυστυχισμένο εκείνος που τον πόνεσε και τον ελέησε «ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ». Απέφυγε έτσι ούτε καν να προφέρει το όνομα του Σαμαρείτη. Διότι δεν τον συμπαθούσε. -Λοιπόν, κι εσύ, είπε ο Κύριος, φρόντιζε να είσαι το ίδιο σπλαχνικός όπως εκείνος. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου